Το βιβλίο της εβδομάδας - αποχαιρετάμε το καλοκαίρι με το "Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού"!
«Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού» της Γιασμίν Ελ Ρασίντι – Εκδόσεις Κριτική
«Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού» της Γιασμίν Ελ Ρασίντι, από τις Εκδόσεις Κριτική (Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Πρώτη έκδοση: Μάιος 2017)
Γράφει η Τούλα Ρεπαπή
Το βιβλίο της Γιασμίν Ελ Ρασίντι (Yasmine El Rashidi) Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού χωρίζεται σε τρία μέρη: «Καλοκαίρι 1984, Κάιρο», «Καλοκαίρι 1998, Κάιρο», «Καλοκαίρι 2014, Κάιρο». Ήρωες είναι: η Μαμά, ο Μπαμπάς, η γιαγιά, η Νέσμα, ο Θείος και ο ξάδελφος Ντίντο. Επίσης, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν η κοινωνία ως σύνολο που διαμορφώνει γεγονότα και εξελίξεις, όπως επίσης και οι πολιτικές τάσεις, οι οποίες οριοθετούν και το εκάστοτε πολιτικό σκηνικό. Πρωταγωνίστρια είναι μια μικρή. Πηγαίνει σε αγγλικό σχολείο και μας αφηγείται τα της ζωής στο Κάιρο. Παράλληλα, η συγγραφέας μέσα από τους ήρωές της αφηγείται και την Ιστορία της Αιγύπτου.
Στο πρώτο μέρος, με μικρές, απλές, κοφτές προτάσεις –όπως και οι ανάσες ενός παιδιού– αποτυπώνει μια κοινωνία πιεσμένη, που δυσκολεύεται να εκφραστεί – ακόμη και γι’ αυτά που νιώθει. Η πολύμορφη γλώσσα τους –προσμείξεις και από άλλες γλώσσες, ιδιαίτερα από τα γαλλικά– παραπέμπει στους διαφορετικούς πληθυσμούς που ζουν εκεί, με την καθημερινότητά τους να συντονίζεται από τρία κανάλια τηλεόρασης. Ακόμη και της μικρής, που προσπαθεί με απλούς, παιδικούς συλλογισμούς να αντιληφθεί την πραγματικότητα μέσα από τη μισή αλήθεια των μεγάλων. Τα παιδιά μπαίνουν και βγαίνουν στην κοινωνία όταν τους το επιτρέπουν οι τελευταίοι και μετά αποσύρονται στα μεγάλα ψηλοτάβανα δωμάτια του σπιτιού, που μπορεί να κρύβουν και φαντάσματα. Παραστατικές εικόνες καθημερινότητας ζωντανεύουν μέσα από συνήθειες, λέξεις, χαιρετισμούς, οσμές φρούτων και φαγητών, με την άμμο να τρίζει κάτω από τα βήματά τους. Παρόντες όλοι εκεί. Ήρωες και αναγνώστες. Κι η κορδέλα του Νείλου, με το μαγικό φίλτρο που κρύβουν τα νερά του, διατρέχει το Κάιρο.
Το μικρό κορίτσι μεγαλώνει εκεί με περιορισμούς, με τους τσακωμούς των μεγάλων να μοιάζουν σαν μάχες στο μυαλό της. Ωστόσο, σταδιακά αυτονομείται λόγω της απόσυρσης της μητέρας της από την καθημερινότητά της, ενώ η πολιτική –ένα μουντό σκηνικό– έχει θέση στη ζωή όλων. Παίρνει πληροφορίες από τρεις γενιές. Ακαταχώριστες και συγκρουόμενες, διαμορφώνουν μια στατική πραγματικότητα. Όπως ακριβώς είναι και τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα γύρω της. Δεν έχουν πάρει την τελική τους μορφή. Συνοδεύει τη μητέρα της σε πρεσβείες –μόνο στην Εγγλέζικη που δεν έχει πράκτορες, όπως η Αμερικάνικη– και φυλακές. Έτσι, αρχίζει να κρατά σημειώσεις για τους ανθρώπους που χάνονται. Τους αρπάζει η αστυνομία. Η δασκάλα τής βάζει μηδέν στις εκθέσεις της. Δεν της επιτρέπει να γράφει γι’ αυτά και ένας βουβός θυμός φωλιάζει μέσα της. Αυτός είναι ο χειρότερος. Η γιαγιά πεθαίνει, η Νέσμα επίσης και ο μπαμπάς φεύγει για ένα μεγάλο «επαγγελματικό» ταξίδι. Παιδικές απορίες και συζητήσεις πλέον με τον ξάδελφο Ντίντο στο σπίτι για τον Θεό: «Αλήθεια, πώς μας καταλαβαίνει ο Θεός όταν δεν μιλά αραβικά; Αλλά μάλλον μιλά αγγλικά, γιατί κάθε μέρα οι δασκάλες μάς διαβάζουν τη Βίβλο, που είναι στ’ αγγλικά». Μια θεοκρατούμενη κοινωνία! Με ασταθή πολιτικά κοινωνικό ιστό, αρχίζει να διαμορφώνεται γεννώντας και κρύβοντας μέσα της το αύριο. Αλλάζει το λεξιλόγιο της μικρής και η εκκολαπτόμενη εφηβεία ενστερνίζεται τα γύρω πολιτικά ρεύματα. Επαναστάτης της οικογένειας ο Ντίντο. Στο ντύσιμό του, στις ιδέες του. Διαφωνεί για το σχολείο της, που είναι κατάλοιπο της μοναρχίας και της αποικιοκρατίας, υποστηρίζει πως οι γονείς της θα έπρεπε να είναι πιο εθνικιστές. Ωστόσο, η μικρή εκτονώνεται με το να γράφει γράμματα. Έτσι έκανε και η μητέρα. Έτσι εκφραζότανε. Κι όταν η μικρή ρώτησε τη μητέρα της: «Ποιος θα μου μάθει την αδικία της ζωής;» «Ο χρόνος!» της απάντησε. Κοινωνία υποταγμένη, πνιγμένη, καταπιεσμένη, που δεν πρέπει να νιώθει και να εκφράζεται. Έτσι ήταν η πλειονότητα του λαού στην Αίγυπτο. Επαναστάτης ένας. Ο Ντίντο! Ρομαντικός και ιδεολόγος! Η λέξη επανάσταση/επαναστάτης μπαίνει και στο λεξιλόγιο της μικρής. Μοιάζει κάτι να θέλει ν’ αλλάξει.
Ο έρωτας δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά. Παραμένει ανέκφραστος. Το πάθος εκδηλώνεται με προσκόλληση στη θρησκεία και μ’ ένα υπόγειο κατασκοπευτικό ρεύμα που τρομοκρατεί στα γραφεία της Μουγκάμα αρπάζοντας κυριολεκτικά πολίτες από τους δρόμους, με πολιτικούς και κλέφτες να γεμίζουν τις φυλακές. Πολιτικές εξελίξεις και δολοφονίες δημιουργούν φατρίες και μίση μεταξύ των πολιτών. Ο χρόνος επηρεάζει τους ήρωες. Η εφηβεία διαδέχεται την παιδικότητα και η επανάσταση κορυφώνεται σωματικά και ιδεολογικά. Πάθος και φανατισμός. Όλοι/όλα αλλάζουν. Και η σημαία. Πολιτικοί ηγέτες εμφανίζονται κρινόμενοι από τον χρόνο και τους πολίτες: από την Οθωμανική Αίγυπτο, τον Νάσερ… Ωστόσο, στο σχολείο οι δάσκαλοι επαινούν τους προέδρους, εκτός του Βασιλιά. Δεν ήταν δικός τους. Το ψωμί/μπάλαντι κοστίζει παντεσπάνι.
Στο δεύτερο μέρος –1998, δεκατέσσερα χρόνια μετά– η παιδικότητα στην αφήγηση, με προτάσεις σαν τηλεγράφημα, εξακολουθεί, σαν ένδειξη μιας ωριμότητας που δεν έχει συντελεστεί. Το Κάιρο αλλάζει, η πλατεία κλείνει από πεζούς κι οχήματα. Θέλουν να σβήσουν την ταυτότητα της πόλης. Ακόμη και οι λέξεις δεν τους καλύπτουν. Θέλουν άλλες. Άλλο λεξιλόγιο. Όλα αλλάζουν. Χάνονται. Ακόμη, η αντίσταση στην επανάσταση. Ακόμη και στον έρωτα. Απάθεια. Ένα χρονικό πάθους και φανατισμού εξελίσσεται σε απάθεια. «Ενεργούμε από φόβο. Επιλέγουμε το γνώριμο και αυτό σημαίνει συμβιβασμός», λέει ο Ντίντο.
Η κοινωνία αλλάζει γεννώντας εξελίξεις. Κι οι φυλακές αλλάζουν. Ξεχωριστά ανδρών και γυναικών. Η τρομοκρατία έχει μπει στη ζωή του πολίτη. Κι η κοινωνία ανέκφραστη, βράζει. Θυμός, φυγή, σιωπή, παραίτηση, ήττα. Κι ο ανταγωνισμός γιγαντώνεται μεταξύ αδελφότητας και κράτους. Διαφορετικοί πληθυσμοί εμφανίζονται και εξαφανίζονται.
Στο τρίτο μέρος, η χαντάμα του σπιτιού βρίσκει τον Θείο νεκρό. Ο Θείος έλεγε: «Η κλεψιά και η διαφθορά είναι τα θεμέλια αυτού του κράτους. Αυτά το κρατούν όρθιο». Όλα είχαν αρχίσει να καταρρέουν σαν ένα κτίριο. Κάτι βούλιαζε στη σιωπή και μετά ξεσπούσε. Ο Ντίντο μιλούσε για επανάσταση σαν να ήθελε πόλεμο. Όμως, βαθιά μέσα του ήθελε να ενωθούν σύντροφοι και αντιφρονούντες. Με σημαία να βγουν στους δρόμους για έρωτα, ειρήνη, επανάσταση. Να μπορέσουν οι νέοι να φτιάξουν ανεξάρτητοι τη ζωή τους, όταν ο έρωτας ήταν μια εξίσωση πόρων και οικογενειακού δένδρου. Επίσης, απαιτούσε το δικαίωμα των γυναικών να μπορούν να χωρίσουν.
Η μαμά αποχωρίζεται το παρελθόν κι ενσωματώνεται στο τώρα που γεννά το αύριο. Δίνει για πρώτη φορά πράγματα της γιαγιάς, της Νέσμα, τα δώρα του μπαμπά και γράφει στο λάπτοπ τις επιστολές της. Και η αφηγήτριά μας έχει ως διέξοδο την ελευθερία που της προσφέρει η γραφή, η οποία ωρίμασε και ελευθερώθηκε, όπως και η ίδια. Καταγράφει την πραγματικότητα μέσα από στιγμές της δικής της ωριμότητας, θέτοντάς τη στην υπηρεσία όχι της απάθειας και της πολυτέλειας, αλλά στην υπηρεσία της αλλαγής. Η μυστική αστυνομία, με τα αναγνωρίσιμα μυτερά της παπούτσια, παρακολουθεί στενά τους πολίτες. Τρόμος, εξαφανίσεις, Μουγκάμα, φυλακές. Ο Ντίντο από ρομαντικός ιδεολόγος γίνεται κάτι άλλο. Χωμένος στην κουκούλα του συνεχώς. Κρύβει/κρύβεται. Δεν μιλά πια όπως πριν. Ούτε στην κηδεία του Θείου μίλησε. Είναι απόμακρος.
Κάποια μέρα ο πατέρας, ύστερα από τριάντα χρόνια, επιστρέφει. Όχι όμως στο σπίτι τους. Μένει αλλού. Τον βλέπει κάθε πρωί στη λέσχη. Κι η αφήγησή της αλλάζει πάλι. Γίνεται μικρού παιδιού. Γίνεται πάλι ένα μικρό κοριτσάκι. Και η κοινωνία ξαναενώνεται. Έχει την πείρα πλέον. Οι ήρωες ελευθερώνονται. Εκφράζονται γεμάτοι από εμπειρίες και σοφία. Γίνονται κανονικοί άνθρωποι. Ο σκεπτικισμός τους καλύπτεται από τη διάθεση για αλλαγή και επανάσταση. Αίγυπτος, ένα κράτος που επαναστατεί συνεχώς αριθμώντας επαναστάσεις και πραξικοπήματα. Κοινωνικές τάξεις στο Πάρκο του Αλ Αζάρ πληρώνουν διαφορετικό εισιτήριο. Η πόλη αλλάζει, οι πολίτες και οι συνήθειές τους αλλάζουν επίσης. Κι ένα νέο θεριό εμφανίζεται. Η γραφειοκρατία. Η πόλη αλλάζει όψη και χρήση. Ο Ντίντο γίνεται ένα κομμάτι του πατέρα της στα νιάτα του. Η μαμά γίνεται ακτιβίστρια, δραστηριοποιείται κοινωνικά, γελάει πιο συχνά. Ο Ντίντο γίνεται πλέον δημόσιο άτομο. Γράφουν οι εφημερίδες γι’ αυτόν. Είναι φυλακή. «Όλα έχουν αλλάξει γύρω, και εμείς». Τα κανάλια, δέκα πια.
Ένας αφηγηματικός μονόλογος το Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού που θυμίζει ντοκιμαντέρ, μονοπλάνο, το οποίο καταγράφει την αλήθεια σαν το cinéma vérité. Η Γιασμίν Ελ Ρασίντι, με αγάπη για την πατρίδα της και τους ανθρώπους της, καταγράφει τις εξελίξεις από τότε που ήταν μικρή μέχρι τώρα. Η πένα της, σαν κινηματογραφικός φακός, μέσα από διαφορετικά πλάνα στρέφεται στον πολίτη, στην κοινωνία, στο πολιτικό σύστημα δείχνοντας κινητικότητα, ρευστότητα. Αλλαγή! Το ένα διαμορφώνει το άλλο. Στο πρώτο μέρος, η Αίγυπτος, μια χώρα που άλλαξε δέκα σημαίες, αποτυπώνει την Ιστορία της, κοινωνική και πολιτική, αποδεικνύοντας τον άρρηκτο αλλά και διαδραστικό δεσμό τους. Στο δεύτερο οι αλλαγές, κοινωνικές και πολιτικές, συντελούνται οριοθετώντας το χρονικό του τελευταίου καλοκαιριού, όπου όλα θα διαφοροποιηθούν. Ήρωες και πολιτικό σκηνικό στο δικό τους σήμερα.
Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου είναι μια πρόσθετη αξία στο έργο αυτό, αφού το ζωντανεύει ανάγλυφα. Ακόμη και οι αραβικές λέξεις ηχούν σωστά, μεταφέροντας αυτόν που ξέρει εκεί. Νιώθει τη μυρωδιά του δυόσμου μέσα στο τσάι, τη στυφή μυρωδιά της πίτας μπάλαντι, τον καπνό με άρωμα μήλου από τη σίσα να μπαίνει στα ρουθούνια του και δίπλα του ένα βουητό από ανθρώπους, αυτοκίνητα να κορνάρουν συνεχώς στην Κορνίς, κόσμο στους δρόμους του Καΐρου να τρώει φουούλ ακούγοντας Ουμ Καλσούμ ή τους ψαλμούς του μουεζίνη από το διπλανό τζαμί. Ζέστη, άμμος, θόρυβος, μυρωδιές και ένας κόσμος που βιάζεται να ζήσει. Ν’ αλλάξει. Αυτοί είναι οι δρόμοι του Καΐρου. Αυτό μεταφέρει/διατηρεί πιστά και με ομορφιά στις σελίδες του βιβλίου η μετάφραση της Αγγελίδου.
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, ενδιαφέρον έργο, πολιτικό και ταυτόχρονα ανθρώπινο. Θα σας γοητεύσει.
Βρείτε το εδώ
Επιμέλεια στήλης: Ράνια Μπουμπουρή