«Το σπίτι» του Γιώργου Μητά, από τις Εκδόσεις Κίχλη (Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2014)
Γράφει ο Μιχάλης Μακρόπουλος
Όταν ήμουν μικρός, το αγαπημένο μου βιβλίο ήταν οι Ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς. Τις είχα πλάι στο κρεβάτι και κάθε βράδυ διάβαζα μία. Δεν είχε σημασία αν τις ήξερα όλες απέξω απ’ τις πολλές φορές που τις είχα διαβάσει. «Η εξαφάνιση της λαίδης Φράνσις Κάρφαξ», «Το σπίτι με τις τρεις μετώπες», «Το μυστήριο των κομμένων αυτιών», «Η περιπέτεια του Σόσκομπ Ολντ Πλέις», «Ο βρικόλακας του Σάσεξ», διάλεγα μια ιστορία και την ξαναδιάβαζα – και την έπαιρνα μαζί μου στον ύπνο, στο πέρασμα απ’ το μισοΰπνι στ’ όνειρο. Αυτή την αίσθηση, ενός τέτοιου «περάσματος», έχει κι ο αναγνώστης του Σπιτιού, του Γιώργου Μητά.
Ο ήρωάς του, ο Νίκος Βελισάρης, προσκαλείται από τον αινιγματικό κύριο Κάλφογλου στο Σπίτι της Γραφής στην Ύδρα, να περάσει εκεί μία συγγραφικά γόνιμη εβδομάδα. Μολαταύτα, ένα πέπλο μυστηρίου τυλίγει τούτη την πρόσκληση και τους όρους της, και κακοί οιωνοί (ένας εφιάλτης, αστραπόβροντα και μια νεροποντή) κρούουν τη θύρα της εξημμένης φαντασίας του ήρωα.
Είπα: «ο ήρωάς του, ο Νίκος Βελισάρης» μα, κατά έναν τρόπο, ο Γιώργος Μητάς δεν είναι ο συγγραφέας του Σπιτιού, αλλά είναι, αυτός ο ίδιος, ο ήρωας της ιστορίας κι ο αναγνώστης της. Το λογοτεχνικό εγώ του Μητά, ο Βελισάρης, είναι φέρελπις συγγραφέας, που θέλει να γράψει τις Ιστορίες της Φουρβιέρ, κατά τις Ιστορίες του Χαλ· εργαζόταν σε εταιρεία καλλυντικών, ακούει μουσική τζαζ και σόουλ – η ταύτιση είναι τόσο απόλυτη, ώστε δεν θεωρώ πως θα αυθαιρετούσα αν του λοιπού έπαυα να ονομάζω των ήρωα του Σπιτιού Βελισάρη, και πλέον τον αποκαλούσα… Μητά.
Και, συνάμα, ο Μητάς είναι ο αναγνώστης του βιβλίου που παρεμπιπτόντως γράφει ο ίδιος. Αρχή αρχή στην ιστορία, «η Αθήνα πρόβαρε το πιο γοητευτικό χειμερινό ένδυμά της: σπρωγμένα από τον δυνατό βοριά που έκανε τα τζάμια να τρίζουν, πυκνά σύννεφα ταξίδευαν χαμηλά πάνω απ’ τα σπίτια. Είχε βρέξει τη νύχτα και η ατμόσφαιρα είχε μια κρυστάλλινη καθαρότητα· οι όγκοι των βουνών έμοιαζαν να έχουν πλησιάσει αφύσικα κοντά, ενώ οι πνοές του ανέμου άπλωναν παντού ένα αναζωογονητικό κρύο». Αυτά όλα, έξω. Και μέσα: «Μέσα, το δωμάτιο που με φιλοξενούσε ήταν ζεστό, η ασφάλεια και η θαλπωρή που ένιωθα μεγάλωναν την ευχαρίστησή μου από την ανάγνωση της επιστολής».
Ο Βελισάρης διαβάζει την επιστολή, μα νιώθω εδώ τον ίδιο τον Μητά, στα ζεστά, με τη ράχη του ακουμπισμένη ίσως στ’ αναφουφουλιασμένο του μαξιλάρι, ν’ απλώνει το χέρι και να πιάνει από το κομοδίνο, ήδη τυπωμένη σε βιβλίο, την ιστορία που τώρα δα αρχινάει να γράφει.
«Η αγάπη για τα βιβλία, η επιθυμία να γνωρίσω τις ιστορίες που κρύβονταν στις σελίδες τους, με ώθησε να μάθω να διαβάζω πριν ακόμα πάω στο σχολείο. Μια μαγική τρύπα είχε ανοίξει στον κόσμο. Κι εγώ πολύ συχνά τρύπωνα μέσα», εξομολογείται κάπου ο Βελισάρης. Και συνεχίζει: «Περιπλανιόμουν στον πολύβουο λαβύρινθο του βικτωριανού Λονδίνου αναζητώντας τη μεσόκοπη φιγούρα του κυρίου Μικώουμπερ, με την καφετιά ρεντιγκότα, το επιβλητικό ψηλό κολάρο και τα κρεμασμένα στο λαιμό λορνιόν του…» – και, έπειτα από τούτη την αναφορά στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, σειρά έχει η Περλ Μπακ, ο Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, ο Θερβάντες. Ως και τα συμπτώματα φόβου που εμφανίζει ο Βελισάρης δεν είναι τόσο ψυχοσωματικά, όσο μυθοσωματικά, βγαλμένα μέσ’ από τις σελίδες του Λεονάρδο Παδούρα, όταν ο ήρωάς μας νιώθει «την αριστερή άνω μοίρα του τραπεζοειδούς μυός να σφίγγεται και την ένταση να φτάνει αστραπιαία μέχρι το ινιακό οστό, στη βάση του κρανίου» και τούτο του φέρνει στον νου «το περίφημο προαίσθημα κινδύνου του Κουβανού και παθιασμένου βιβλιόφιλου Μάριο Κόντε».
Ο Βελισάρης είναι ένας αόρατος ήρωας βαλμένος ανάμεσα σε δυο αντικριστούς καθρέφτες. Ο ένας καθρέφτης είναι ο Μητάς ο ίδιος. Ο άλλος καθρέφτης είναι η λογοτεχνία που ’χει διαβάσει και αγαπήσει. Ο ήρωας της ιστορίας είν’ ένα πρόσχημα και, μέσ’ απ’ αυτόν, ο Μητάς καθρεφτίζεται στ’ αγαπημένα του βιβλία, και εκείνα μέσα του. Και όλη τούτη η αγάπη ενσαρκώνεται στη βιβλιοθήκη του κυρίου Κάλφογλου, με τους έξι χιλιάδες τόμους της και τους σπάνιους θησαυρούς της.
Και όλη τούτη η αγάπη ενσαρκώνεται, επίσης, στις «κλασικές» περιγραφές που κοσμούν το Σπίτι. Κάπου λέει ο κύριος Κάλφογλου: «Καλείστε να δουλέψετε με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις του χθεσινού κόσμου!» Και σαν βγαλμένος από τούτον τον χθεσινό κόσμο είναι ο υπηρέτης στο Σπίτι της Γραφής, ο Συμεών, με το «μακρύ στενό πρόσωπο που το διέσχιζε μια ρωμαλέα μύτη, η οποία έκανε την απόσταση από τα μικρά, ουδέτερα μάτια μέχρι τη λεπτή γραμμή των χειλιών να δείχνει ακόμα μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν. Τα μεγάλα και κάπως πεταχτά αυτιά προσέδιδαν στην εμφάνισή του έναν κωμικό τόνο, ενώ η αφύσικη χλωμάδα που απλωνόταν στο πρόσωπό του άφηνε να διαγράφονται έντονα οι γαλαζωπές φλέβες στο στενό μέτωπο και τους κροτάφους. Την παράσταση όμως έκλεβαν τα αγριωπά γκρίζα φρύδια και μακριά μαλλιά στο χρώμα της στάχτης, παλιομοδίτικα χτενισμένα προς τα πίσω. Η ναυτική του βράκα άφηνε εκτεθειμένα σε κοινή θέα δύο μακριά, λιπόσαρκα πόδια, που χώνονταν σε κάτι χοντροπάπουτσα, σε ένα μέγεθος που δεν πίστευα μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι υπήρχε».
Καθώς οι σελίδες του Σπιτιού κυλούν, και δίχως να χάνεται ποτέ η αίσθηση πως όλο τούτο είναι εντέλει ένα παιχνίδι, συσσωρεύονται οι κακοί οιωνοί, συχνά με τη μορφή ονείρων ή ονειροφαντασιών του ήρωα, μα όχι δίχως αστείες ανάσες, όπως όταν ο Βελισάρης στραμπουλίζει το πόδι του κι ο Συμεών, ο υπηρέτης, του βάζει αντί για πάγο μια «συσκευασία με κατεψυγμένα λαχανικά»!
Η ατμόσφαιρα μυστηρίου που περιβάλλει το Σπίτι και τον αινιγματικό ιδιοκτήτη του, τον κύριο Κάλφογλου, είναι βγαλμένη, θαρρείς, από αγγλική ταινία τρόμου του ’60, μ’ όλα τα ανάλογα σκηνοθετικά τρικ, από κεραυνούς, θεομηνίες, κολοβές γάτες κι ένα θεοσκότεινο λαβυρινθώδες υπόγειο, μέχρι απροσδόκητες εμφανίσεις του Κάλφογλου, που κόβουν τη χολή του ήρωα. Διαβάζοντας τη νουβέλα, όχι ολωσδιόλου ανεξήγητα, δεν έπαυε να ξεπηδά στο μυαλό μου η εικόνα ενός Βίνσεντ Πράις γερασμένου και καθηλωμένου σ’ αναπηρικό καρότσι. Πόσο μάλλον που τούτος ο συλλέκτης σπάνιων βιβλίων έχει ψυχή παρανοϊκού επιστήμονα και το Σπίτι είναι εντέλει ένα εργαστήριο, όπου πειραματόζωο είναι ο φιλοξενούμενος συγγραφέας.
«Κι όμως, δεν ήμουν ικανοποιημένος», εξομολογείται ο Κάλφογλου στον Βελισάρη. «Κάτι έλειπε: το βίωμα της πάλης του συγγραφέα, η ζωντανή μαρτυρία της έμπνευσης και της δημιουργίας του λογοτεχνικού έργου. Θα πήγαινα πιο μακριά απ’ ό,τι τόλμησε να πάει ο Τσβάιχ και οποιοσδήποτε άλλος: θα έφερνα τον δημιουργό εδώ, μέσα στο Σπίτι, θα τον καθοδηγούσα και κατόπιν θα τον παρακολουθούσα στο έργο του· θα ζούσα μαζί του τη στιγμή της δημιουργίας, θα στεκόμουν κυριολεκτικά πίσω από την πλάτη του την ώρα του μόχθου και της προσπάθειας· τέλος, θα απολάμβανα, πρώτος εγώ απ’ όλους τους ανθρώπους, τον λαμπερό νέο καρπό, το ολοκαίνουργο έργο». Διαβάζοντας τούτες τις αράδες, δεν μπορούσα να μη φανταστώ το λογοτεχνικό έργο σαν κάτι από παχύρρευστη σάρκα, που ο λεξιλάγνος γέρος λαχταρά να το ρουφήξει μέσ’ από το κρανίο του συγγραφέα.
Ο Βελισάρης, με κίνδυνο της προσχηματικής του ζωής, ολοκληρώνει την ιστορία που γράφει και που παρεμπιπτόντως δεν μαθαίνουμε ποτέ τίποτε γι’ αυτήν, εκτός από το ότι είναι για έναν άνθρωπο με μικρά χέρια, κι από κοντά ο συγγραφέας Γιώργος Μητάς, προς μακάβρια τέρψιν του αναγνώστη Γιώργου Μητά, γράφει τον δικό του παραισθησιακό, γκραν γκινιόλ επίλογο – που εδώ, εξυπακούεται, θα τον αφήσουμε αφανέρωτο.
Βρείτε το εδώ:
Επιμέλεια στήλης: Ράνια Μπουμπουρή