«Το πέρασμα» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη
«Το πέρασμα» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2016)
Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Το παρόν μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (γενν.1970, Λάρισα) έρχεται να προστεθεί σε μια αξιόλογη σειρά έργων, η οποία αποτελείται από το θεατρικό Τερματικός σταθμός (Εξάρχεια, 2015), το μυθιστόρημα Η πόλη και η σιωπή (Καστανιώτης, 2013), το μυθιστόρημα Η εφεύρεση της σκιάς (Καστανιώτης, 2008), τη νουβέλα Παραβολή (Καστανιώτης, 2006), το μυθιστόρημα Ο βαθμός δυσκολίας (Ίνδικτος, 2004), το μυθιστόρημα Βαθύ πηγάδι (Ίνδικτος, 2003), τη νουβέλα Η συνάντηση (Ίνδικτος, 2001). Το πρώτο του θεατρικό έργο, Ουδέτερη ζώνη, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Θεατρικού Συγγραφέα, ενώ το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης έχει συμμετάσχει σε πολλά συλλογικά έργα, ενώ κείμενα και άρθρα του για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Σύμφωνα με την υπόθεση του νέου αυτού μυθιστορήματος, με τίτλο Το πέρασμα, μια χειμωνιάτικη νύχτα, σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου ναυαγεί ένα καράβι με πάνω από τριακόσιους πρόσφυγες. Η κακοκαιρία εμποδίζει τη μεταφορά των ναυαγών στο κοντινό μεγάλο νησί, κι έτσι οι δύο κοινότητες, των ντόπιων και των ξένων, αναγκάζονται να συνυπάρξουν για τέσσερις μέρες. Οι αριθμητικοί συσχετισμοί, σε συνδυασμό με τις πιεστικές συνθήκες που επικρατούν, θέτουν τους δικούς τους κανόνες και δοκιμάζουν μέχρι εσχάτων τις δύο πλευρές, γεννώντας σοβαρούς κινδύνους για όλους.
Το βιβλίο, με αφορμή ένα μείζον θέμα της σημερινής εποχής, τα προσφυγικά-μεταναστευτικά κύματα που κατακλύζουν πολλά νησιά του Αιγαίου –η Λέσβος έχει μακρά και πικρή πείρα–, θέτει με ψυχραιμία επί τάπητος ζητήματα πολιτισμού και ταυτότητας, ζητήματα ανθρωπιάς και ανθρώπινης ψυχολογίας. Οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, 120 τον αριθμό, είναι ψυχολογικά κουρασμένοι από το αδιάκοπο συναπάντημά τους με τη δυστυχία και τον πόνο των ανθρώπων που φτάνουν κάθε τόσο στο νησί. Οι ξένοι είναι καταρρακωμένοι από όσα έχουν δει και έχουν ζήσει, από τις απώλειες που έχουν βιώσει, από τους κινδύνους που τους απείλησαν κι εξακολουθούν να τους απειλούν. «Μπορεί να έχουν γλιτώσει από τα χειρότερα, μα χρειαζόταν να γίνουν πολλά ακόμα για να σωθούν· και έδειχναν να το γνωρίζουν» (σελ.215).
Οι σκηνές που παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα είναι πέρα για πέρα πιστευτές, όπως και οι ποικίλοι χαρακτήρες. Εντυπωσιακή η περιγραφή της πάλης με τα κύματα στην αρχή, όπου οι πρώτες αντιδράσεις κατοίκων και ναυαγών δίνουν το στίγμα της μετέπειτα στάσης τους. Με προσεκτικές πινελιές χτίζεται μια ιστορία που τραβά αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνώστη, άλλοτε σε εξέλιξη με ρυθμό κινηματογραφικό, άλλοτε σε γραφή πιο μακρόσυρτη και αναλυτική. Τα ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και τις ανατροπές της ανθρώπινης ζωής είναι αμείλικτα και από τις δύο πλευρές. Σημειωτέον, μάλιστα, ότι ενώ οι ιστορίες που εμπεριέχονται στις σελίδες του βιβλίου είναι πολλές, και ορισμένες πολύ σκληρές, η αφήγηση δεν διολισθαίνει καθόλου σε μελό στοιχεία.
Τα ερωτήματα, όμως, που τίθενται εδώ δεν είναι μόνο υπαρξιακά. Είναι και ερωτήματα συγκεκριμένα, για το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές. Και πάλι, κάθε χαρακτήρας του μυθιστορήματος απαντά με βάση την κοσμοθεωρία και τις εμπειρίες του. Απάντηση έτοιμη για τον αναγνώστη δεν υπάρχει, θα πρέπει να τη σκεφτεί και να τη δώσει μόνος του ο καθένας. Πάντως, «δεν είναι λίγο να κάνει κανείς ό,τι μπορεί», προσπαθεί να παρηγορήσει η δασκάλα του νησιού τον αγροτικό γιατρό (σελ.244), ίσως μαζί του κι εμάς. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί.
Βρείτε το εδώ