Πόλεμος ουρανίου σε Μάλι και Νίγηρα
Τα κοιτάσματα ουρανίου και η κυριαρχία στην Αφρική πίσω από τη νέα ευρωπαϊκή αποικιοκρατία.
Χωρίς ούτε τα τυπικά προσχήματα των πρώτων ημερών συνεχίζονται οι αποικιακού τύπου επιχειρήσεις του γαλλικού στρατού στο Μάλι. Παράλληλα με το βασικό μέτωπο στα βόρεια της χώρας, όπου μαζί με τον τοπικό στρατό κατάφεραν να απωθήσουν τις ομάδες ανταρτών, ειδικές δυνάμεις του γαλλικού στρατού αναπτύσσονται πλέον στα σύνορα αλλά ακόμη και μέσα στο Νίγηρα. Πρόκειται για μια περιοχή με τα πέμπτα πλουσιότερα κοιτάσματα ουρανίου του πλανήτη, στα οποία η Γαλλία έχει στηρίξει την ανάπτυξη της πυρηνικής της βιομηχανίας. Οι Γάλλοι στρατιώτες καλούνται, μεταξύ άλλων, να προστατεύσουν τις εγκαταστάσεις και τα λατομεία της εταιρείας πυρηνικής ενέργειας Αρίβα, η οποία λειτουργεί σαν κράτος εν κράτη στο Νίγηρα.
Στο παρελθόν η κυβέρνηση του Νίγηρα είχε απελάσει τον πρόεδρο της Αρίβα με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε με μαχητές Τουαρέγκ. Η Γαλλία εισάγει από τη συγκεκριμένη χώρα το 30% του ουρανίου που χρησιμοποιεί για την παραγωγή ενέργειας αλλά και για την πολεμική της βιομηχανία. Πρόκειται για μια λεόντειο συνεργασία νεο- αποικιακού τύπου, η οποία συνεχίζεται από τη δεκαετία του 60, όταν ο Νίγηρας απέκτησε την ανεξαρτησία του από το Παρίσι. Παρά τα τεράστια κοιτάσματα ουρανίου και άλλων φυσικών πόρων ο Νίγηρας παραμένει η τρίτη φτωχότερη χώρα στον κόσμο με συχνά κρούσματα λιμού. Σύμφωνα με εκθέσεις του ΟΗΕ το 70% του πληθυσμού ζει με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα ενώ το προσδόκιμο ζωής βρίσκεται στα 45 χρόνια.
Η ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων του γαλλικού στρατού και στο Νίγηρα δεν έχει επιβεβαιωθεί από επίσημες πηγές, οι οποίες τηρούν σιγή ιχθύος απέναντι σε σχετικά δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ έχει ρίξει στη μάχη το σύνολο του προπαγανδιστικού μηχανισμού για να αποδείξει στη γαλλική κοινή γνώμη ότι οι στρατιώτες βρίσκονται στην Αφρική για να προστατεύσουν τον τοπικό πληθυσμό από τους «βάρβαρους» ισλαμιστές. Η κάλυψη των καθημερινών επιχειρήσεων από το Παρίσι θυμίζει υπερβολικά τις πιο βρώμικες στιγμές της αμερικανικής δημοσιογραφίας πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής και κατάληψης του Ιράκ.
Ελάχιστα είναι τα στοιχεία που φτάνουν στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης για τις φρικαλεότητες, που σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, πραγματοποιεί και ο στρατός του Μάλι εναντίον αμάχων. Η Γαλλική πολεμική αεροπορία πραγματοποιεί συνεχώς βομβαρδισμούς αφήνοντας πίσω τις εκατοντάδες νεκρούς αλλά και κύματα προσφύγων. Υπηρεσίες του ΟΗΕ υπολογίζουν ότι τουλάχιστον 700.000 άμαχοι θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να κινηθούν προς ασφαλείς περιοχές εντός ή εκτός του Μάλι.
Στο νεο-αποικιακό πόλεμο δραστηριοποιούνται σταδιακά αρκετές αφρικανικές χώρες της περιοχής, οι οποίες με βάση τον αρχικό σχεδιασμό θα αποτελούσαν την «βιτρίνα» των επιχειρήσεων. Η Γαλλία αποφάσισε όμως να σηκώσει μόνη της το μεγαλύτερο βάρος των επιχειρήσεων στέλνοντας τουλάχιστον 2.000 στρατιώτες. Καθώς όμως γειτονικές χώρες, όπως το Τσαντ και η Μπουρκίνα Φάσο στέλνουν δυνάμεις για να κυκλώσουν τις δυνάμεις των ισλαμιστών ανταρτών, αποκόβουν τους διαδρόμους μεταφοράς τροφίμων. Ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποιούν ήδη για το ενδεχόμενο επισιτιστικής κρίσης τεραστίων διαστάσεων.
Την παρουσία τους όμως στην περιοχή επιχειρούν να αυξήσουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία με την αποστολή στρατιωτών και εμπειρογνωμόνων. Για το Πεντάγωνο, ο πόλεμος στο Μάλι αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ενισχύσει και να εδραιώσει την παρουσία της στρατιωτικής διοίκησης Αφρικής (AFRICOM) η οποία δημιουργήθηκε πριν από μερικά χρόνια με στόχο, μεταξύ άλλων, να «αναχαιτίσει» την οικονομική διείσδυση της Κίνας στην Μαύρη Ήπειρο.
Το Βερολίνο, το οποίο αποτελεί έναν από τους καλύτερους πωλητές όπλων σε δικτατορικά καθεστώτα της Αφρικής, είχε εκφράσει εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον του για το Μάλι το οποίο εξοπλίζει στρατιωτικά από το 2007 (μαζί με τη Γκάνα, την Υεμένη, τη Ναμίμπια και την Τανζανία). Από το 2009 μάλιστα δημιούργησε στη συγκεκριμένη αφρικανική χώρα και κέντρα εκπαίδευσης για μηχανικούς του στρατού και άλλες ειδικότητες.
Ο αγώνας δρόμου των δυτικών δυνάμεων, όμως, να ενισχύσουν την παρουσία τους στην Αφρική έχει δημιουργήσει ένα ντόμινο αποσταθεροποιήσης το οποίο ξεκίνησε από τη Λιβύη και επεκτείνεται με απρόβλεπτη πλέον ταχύτητα σε ολόκληρη την ήπειρο. Καθώς τα σύνορα αρκετών χωρών έχουν χαραχθεί από τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, χωρίς κανένα σεβασμό στις εθνικές και φυλετικές διαφορές των λαών της κεντρικής Αφρικής, ολόκληρη η περιοχή είναι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και παράλληλα μια πυριτιδαποθήκη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κρίση στο Μάλι αποτελεί παράπλευρη συνέπεια του πολέμου στη Λιβύη που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ με την ουσιαστική αρωγή της Γαλλίας και της Βρετανίας, για τον έλεγχο του πετρελαίου στη βόρεια Αφρική. Όλα ξεκίνησαν όταν μαχητές Τουαρέγκ, οι οποίοι είχαν πολεμήσει σαν μισθοφόροι στο πλευρό του Καντάφι, επέστρεψαν με βαρύ οπλισμό και κατέλαβαν σημαντικές εκτάσεις στο Βόρειο Μάλι. Οι Τουαρέγκ ζητούν εδώ και δεκαετίες μεγαλύτερη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση. Με το νέο οπλισμό τους όμως αισθάνθηκαν έτοιμοι να διεκδικήσουν πλήρη ανεξαρτητοποίηση. Οι Τουαρέγκ απωθήθηκαν γρήγορα από ομάδες ακραίων ισλαμιστών, οι οποίες επίσης είχαν πολεμήσει στη Λιβύη αλλά εξοπλίζονταν και οργανώνονταν από τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες νατοϊκές δυνάμεις.
Όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα στη Συρία, η Ουάσινγκτον δεν δίσταζε να χρηματοδοτήσει ακόμη και παρακλάδια της Αλ Κάιντα για να επιτύχει την ανατροπή του Καντάφι – απόφαση την οποία έχει ήδη πληρώσει και στη Λιβύη με την εκτέλεση του Αμερικανού πρέσβη.
Ο πόλεμος του πετρελαίου στη Λιβύη λοιπόν, στον οποίο η Γαλλία έπαιξε καθοριστικό ρόλο, δίνει τώρα το πρόσχημα στο Παρίσι να επέμβει και στο Μάλι προκειμένου να ενισχύσει την νεο-αποικιακή της παρουσία και να διασφαλίσει τα πλούσια κοιτάσματα ουρανίου.
Άρης Χατζηστεφάνου/ ΠΡΙΝ