γράφει ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς
Θα σας πω μια ιστορία από το προσφυγικό το 2015. Θα τη πω σύντομα, ίσως κάτι διδάσκει.
Ήταν η εποχή που απαγορευότανε εδώ στη Λέσβο να βάλεις προσφυγα στο αυτοκίνητο. Σε μπουζούριαζαν στο λεπτό ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν. Έπρεπε λοιπόν να αφήνεις εγκύους, παιδιά, γέροντες να κάνουν με τα πόδια την απόσταση Μόλυβο Μυτιλήνη. Μετά από τις βάρκες του πνιγμού, κομμάτια οι άνθρωποι έπρεπε να περπατήσουν εκατό τόσα χιλιόμετρα. Εν μέσω καύσωνα. Έπεφταν και λιποθυμούσαν. Αλλά εσύ δε μπορούσες να βάλεις κανένα στο αμάξι γιατί σε έλεγαν διακινητή και μέσα...
Τελοσπάντων σε μια περίπτωση μια έγκυος πέφτει λιπόθυμη στο Καμμένο Δάσος μέσα. Ο άντρας της από πάνω και το μικρό της κοριτσάκι να κλαίνε. Είχε εκεί έναν πυροσβέστη βάρδια. Χρυσαυγίτη του κερατά, αναίσθητο. Μέχρι και αυτός λύγισε. Με παίρνει τηλέφωνο μου λέει, δε σε χωνεύω αλλά σε παρακαλώ έλα βοήθα, αυτό και αυτό συμβαίνει. Έχει αιμορραγία η γυναίκα, χάνει το μωρό. Εμείς βάζαμε άτομα στο αυτοκίνητο και τους πηγαίναμε. Δε γινότανε αλλιώς, δε θα αφήναμε κανένα να πεθάνει. Τσακώθηκα άπειρες φορές με τη Κατερίνα να μη βάζει κόσμο μέσα, μπα. Δυο φορές μας την έπεσαν άσχημα, άπειρες μας τραμπούκισαν με λόγια. Μέχρι να πάω, την είχαν πάρει τη γυναίκα.
Τι είχε γίνει;
Καθότανε από πάνω της μέσα στο λιοπύρι και τσακωνότανε ποιός θα τη πάρει. Και αν θα τη πάρει. Έλεγε ο ένας, εγώ δε τη βάζω στο αμάξι, έχω παιδιά, να με πάνε μέσα για διακινητή. Έλεγε ο άλλος, εγώ δε παίρνω ευθύνη είμαι με το υπηρεσιακό. Έλεγε ο άλλος, να καλέσουμε ταξί να τον πληρώσουμε. Από τα ταξί δεν ήθελε κανένας να έρθει (έκαναν στη ζούλα δρομολόγια πενήντα ευρώ το κεφάλι ορισμένοι...). Η γυναίκα χάμω. Οι δικοί της να κλαίνε και να παρακαλάνε. Σκάει μύτη ένας ψαράς με το αγροτικό. Τι γίνεται εδώ στη μέση του δρόμου λέει. Του λένε την ιστορία. Κάνει νόημα στον άντρα της γυναίκας. Ελα να τη φορτώσουμε. Τη βάζει ανάμεσα στις κασέλες στα ψάρια. Του λέει ένας έχει μπλόκο παρακάτω θα σε πάνε για διακινητή. Γυρνάει ο ψαράς και τους λέει, θα τους γαμήσω το μουνί που τους πέτα. Ξεφτίλες όλοι σας. Πατάει μια φτυμακούρα και σε έναν τυπά παραδίπλα. Γκαζώνει. Παρακάτω στο μπλόκο δε σταματά. Τον παίρνει από πίσω το περιπολικό. Δε δίνει σημασία. Βάρκα γυαλό. Φτάνει νοσοκομείο. Τραβά χειρόφρενο. Τώρα, λέει στον άντρα της γυναίκας, τρέχα να πεις να φέρουν ένα φορείο. Και γυρνά και κατευθύνεται προς το περιπολικό. Εχει τα χέρια του απλωμένα δεμένα σα να λέει "περάστε μου χειροπέδες". Δε του έκαναν τίποτα, λίγο τον έβρισαν.
Που έμαθα εγω την ιστορία δεν έχει σημασία, είναι αληθινή. Εδώ και χρόνια δε μπορώ να γράψω για το προσφυγικό αν και έχω να γράψω τόσο που είδα, έζησα, άκουσα.
Μα με στοιχειώνει αυτή η μάνα που χρειάστηκε να δει το κοριτσάκι της να πεθαίνει, που χρειάστηκε να το βάλει νεκρό στο νερό για να μην σαπίσει και τους μεγάλους το κόσμου να παίζουν τα τετρίπια τους και εμάς όλους να σχολιάζουμε από μακριά. Θα μας πεις, δεν ήταν δουλειά μας. Τι να κάνουμε, να πάρουμε μια βαρκα να πάμε να τους σώσουμε; Ναι βρε μαλάκες, αυτό να κάναμε. Ένας δε βρέθηκε, ένα μήνα. Αντε, βουλώστε το τώρα, για τίποτα δεν είμαστε. Οι γενιές που θα έρθουν θα βλέπουν τι κάναμε και θα μας καταριούνται. Μικροί εμείς και οι δυνάστες μας μεγάλοι. Και δεν έχουμε ανάστημα, ας το παραδεχτούμε.
(ΥΓ : Βρήκα τον ψαρά πριν λίγες μέρες. Του είπα οτι θέλω να πω την ιστορία του είπα και πως την έμαθα. Μου λέει πες τη αλλά μη τυχόν πεις το ονομά μου θα σε πάρει ο διαολος. Γιατί του λέω ρε, φοβάσαι; Φοβάμαι; Εγώ τα αρχίδια μου τα έδειξα πολλές φορές από το 15. Το μόνο που φοβάμαι είναι μήπως μου δώσουν κανένα βραβείο. Θεός φυλάξει. Του λέω είσαι ωραίος αλλά βρωμόστομος. Μου απαντάει, νιώθω τη ψυχούλα μου να μυρίζει γιασεμί μέχρι τον ουρανό.)