Από ένα μικρό στούντιο στους Ταγαράδες στις κινηματογραφικές αίθουσες όλου του κόσμου
Στο στούντιό της στους Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, η κ. Μυρτώ Χατζηανδρέου προσπαθεί να αναπαράγει, με φυσικό τρόπο, τον ήχο που κάνει ένα παχύρευστο μαύρο υγρό που μοιάζει με σιρόπι σοκολάτας και κυλάει στο πρόσωπο μιας γυναίκας, σε ένα πειραματικό φιλμ γερμανικής παραγωγής που έχει ως θέμα του την κατάθλιψη. Η ίδια είναι foley artist, μία από τους ελάχιστους στην Ελλάδα, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών (και όχι μόνο) και η δουλειά της είναι να αναπαράγει ή να επανεγγράφει τους ήχους που δεν μπόρεσαν να κρατηθούν στο γύρισμα. Στην περίπτωση του μαύρου υγρού, σκέφτεται να χρησιμοποιήσει μέλι ή μαρμελάδα, ωστόσο τίποτα δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα. Τελικά, την ώρα του μεσημεριανού της φαγητού, έχει την ιδέα να δοκιμάσει τον ήχο που μπορεί να κάνουν τα ...γεμιστά κολοκυθάκια που έχει μαγειρέψει. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει και τελικά συνοδεύει με επιτυχία τη συγκεκριμένη σκηνή του γερμανικού φιλμ.
Στην παραγωγή, άλλωστε, μιας διαφήμισης, της ζητείται να αναπαράγει τον ήχο που κάνουν κρυσταλλάκια που φαίνεται να αιωρούνται στο κενό και πέφτουν προς τα κάτω, σαν μια βροχή. Αρχικά χρησιμοποιεί τα κρύσταλλα που αγόρασε όπως και άλλα υλικά, όμως οι ήχοι που παράγονται δεν ταιριάζουν με την εικόνα. Η επιλογή που τελικά προσεγγίζει την αναπαράσταση της διαφήμισης είναι εκείνη του φαγόπυρου, αφού τα σποράκια του, πέφτοντας προς τα κάτω, προσομοιάζουν ιδιαίτερα στον ήχο των κρυστάλλων.
Εφαρμόζοντας πρακτικές γνωστές στον χώρο του foley αλλά και ιδέες που δημιουργεί η φαντασία, η κ. Χατζηανδρέου φοράει υφασμάτινα γάντια και δένει συνδετήρες ή βίδες στις άκρες των δακτύλων με ταινία. Έπειτα πατάει με τα χέρια πάνω σε κομμάτια από χαρτί για να παράγει τον ήχο του βαδίσματος ενός σκύλου στα χόρτα. Για την αναπαραγωγή, άλλωστε, του καλπασμού ενός αλόγου χρησιμοποιεί καρύδες, τις οποίες κόβει στη μέση και με αυτές περπατά πάνω σε άμμο ή χώμα.
Τι είναι το foley
«Το foley, στον κινηματογράφο, τουλάχιστον, γιατί υπάρχει και στο ραδιόφωνο και στο θέατρο και στα βιντεοπαιχνίδια, είναι η διαδικασία αναπαραγωγής και εγγραφής ήχων και ηχητικών εφέ, σε συνάρτηση με την κινούμενη εικόνα, με στόχο τη ρεαλιστική αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά και την δημιουργία συναισθημάτων στο θεατή», επισημαίνει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Εξηγεί, παράλληλα, ότι αυτό γίνεται συνήθως όταν δεν μπορούν να κρατηθούν ήχοι από το γύρισμα που έχουν χαθεί τη στιγμή που καταγράφεται ένας διάλογος ή μια σκηνή. «Δεν είναι δυνατόν, αφού ολοκληρωθούν τα γυρίσματα να ξαναγραφούν οι σκηνές με τους ηθοποιούς. Όμως όλα τα υπόλοιπα που ακούγονται στις ταινίες, τα βήματα, τα ρούχα, τα τσιγάρα, τους καφέδες, τα κάνουμε εμείς εκ των υστέρων. Είναι κάτι καταπληκτικό», προσθέτει χαρακτηριστικά.
Η ίδια διευκρινίζει ότι οι ήχοι που αναπαράγονται ανήκουν σε τρεις κατηγορίες: των βημάτων, των εφέ και των κινήσεων και θεωρεί ότι η δυσκολότερη περίπτωση είναι εκείνη των βημάτων, αφού, όπως λέει, «αν βγει κανείς στο δρόμο και παρατηρήσει τον κόσμο θα διαπιστώσει ότι ο καθένας περπατάει με διαφορετικό τρόπο. Άλλοι είμαστε πιο κοντοί, άλλοι πιο ψηλοί, κάποιοι μπορεί να έχουμε μια πέτρα στο παπούτσι. Ο βηματισμός, άλλωστε, διαφοροποιείται ανάλογα με τη συναισθηματική μας κατάσταση. Αλλιώς περπατάμε όταν είμαστε θυμωμένοι, όταν βιαζόμαστε, όταν φοβόμαστε, όταν έχουμε αυτοπεποίθηση».
Πώς ακούγονται τα βήματα και τα καρτούν
Μεταφέροντας, άλλωστε, την προσωπική της εμπειρία αναφέρει ότι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που κλήθηκε να κάνει ήταν ο ήχος από τα βήματα ενός τρελού καλλιτέχνη στην ταινία «Η Απορία» του Βασίλη Ματιάκη».
«Η ταινία διαπραγματευόταν τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και είχε μια σκηνή σε μια γκαλερί με έναν τρελό καλλιτέχνη, σε ένα αρκετά σφιχτό πλάνο, λίγων δευτερολέπτων, όπου φαινόταν ο ηθοποιός από τη μέση και πάνω. Δεν έβλεπα πόδια, και αυτό είναι αρκετά δύσκολο για κάποιον που προσπαθεί να αναπαράγει τον βηματισμό. Έγραψα αρκετά βήματα, χωρίς επιτυχία. Μου φαινόταν αδύνατο να μπω στο ρυθμό. Έγραφα και ξαναέγραφα, μέχρι που σταμάτησα και αποφάσισα να μπω στην κατάσταση του ηθοποιού. Σκέφτηκα ότι εγώ είμαι ο τρελός καλλιτέχνης που πηγαίνει πάνω κάτω και σκέφτεται τα δικά του. Όταν έβαλα στο μυαλό μου ότι πρέπει να το κάνω ακριβώς σε συγχρονισμό με την εικόνα, το αποτέλεσμα βγήκε και βγήκε μόνο του», σημειώνει.
Μεγάλες δυσκολίες έχει επίσης και το animation καθώς στα κινούμενα σχέδια οι foley artists καλούνται να μιμηθούν κάτι που δεν είναι πραγματικό. Για παράδειγμα, σε μια παραγωγή μιας παιδικής ταινίας κινουμένων σχεδίων για τον Καναδά, η κ. Χατζηανδρέου έπρεπε να κάνει τον ήχο ενός λουλουδιού που περπατάει. «Ζήτησα να μάθω αν περπατάει με τα φύλλα ή με τις ρίζες, γιατί στη δεύτερη περίπτωση είναι εφικτή η χρήση του ξύλου», τονίζει.
Το κοινό αντιλαμβάνεται έναν αφύσικο ήχο
Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τις αντιδράσεις του κοινού που παρακολουθεί μια κινηματογραφική ταινία, επισημαίνει ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουν ήδη «εκπαιδευτεί» από τις ταινίες να αντιλαμβάνονται έναν ήχο ως πραγματικό ή ψεύτικο. «Για παράδειγμα, στη Γερμανία, υπάρχουν πάρα πολλά παλιά κτίρια από το 1920 με ξύλινες σκάλες που παράγουν έναν χαρακτηριστικό ήχο. Το γερμανικό κοινό, αν ακούσει μια διαφορετική ξύλινη σκάλα με καινούριο ξύλο θα αναρωτηθεί», σημειώνει. Υπάρχουν, ωστόσο, και οι περιπτώσεις που οι επαγγελματίες του κλάδου καινοτομούν παράγοντας καινούριους ήχους, ασυνήθιστους στο αυτί των κινηματογραφόφιλων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «Άφιξης» (The Arrival) που βραβεύτηκε ειδικά για την καινοτομία αυτή.
Αρχή του foley τα εφέ στα κινούμενα σχέδια της Disney και της Warner Bros
Η Μυρτώ Χατζηανδρέου, η οποία σπούδασε ηχοληψία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον Σχεδιασμό Ήχου, τονίζει ότι το foley είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ παλιό επάγγελμα, αφού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 από τα εφέ στα κινούμενα σχέδια της Disney και της Warner Bros, «μόνο που εκεί έχει πιο πολύ πλάκα», όπως λέει.
Δηλώνει ότι από μικρή την εντυπωσίαζε ο συνδυασμός του ήχου με το οπτικό ερέθισμα, ήθελε πολύ να ασχοληθεί με την παραγωγή βίντεο κλιπ και αφού πέρασε από σεμινάρια φωτογραφίας, συναντήθηκε με το πεπρωμένο της πριν από πολλά χρόνια σε μια στάση λεωφορείου όπου είδε μια αφίσα σχετικά με κάποια σεμινάρια κινηματογράφου. Αυτή ήταν και η αρχή της επαγγελματικής της πορείας που σήμερα μετρά πάνω από 40 παραγωγές από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Γερμανία, Καναδά, Ιταλία, κ.α.).
Με αφορμή την αλλαγή του κλίματος στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών στην Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, υπογραμμίζει ότι ανοίγει ένα παράθυρο για τέτοιου είδους επαγγέλματα στη χώρα μας και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου συνυπάρχουν το Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, το Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ. «Αγαπώ τόσο πολύ αυτό που κάνω, που θέλω πραγματικά να πάει καλά και επιτέλους να αρχίσουμε και εμείς να παράγουμε φιλμ εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα…», προσθέτει.
ΑΠΕ - ΜΠΕ