Marie Doutrepont: «Μόρια: Μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης»
«Στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης οι πρόσφυγες χρειάζονται δικηγόρο για να δουν έναν γιατρό…» γράφει η Βελγίδα δικηγόρος Marie Doutrepont στο βιβλίο της για τη Μόρια. Η νομικός δημοσιεύει στο βιβλίο αυτό τα γράμματα που έστειλε από τη Μυτιλήνη στους οικείους της στο Βέλγιο και τα οποία έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής στο νησί, την άνοιξη του 2017. Είχε βρεθεί εκεί με πρόσκληση του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων για να προσφέρει, δωρεάν, νομικές υπηρεσίες στους χιλιάδες ανθρώπους που ζούσαν στον καταυλισμό της Μόριας.
Ανάγκη και απελπισία
H M. Doutrepont προετοίμαζε καθημερινά τους νομικούς και ιατρικούς φακέλους των διασωθέντων προσφύγων, με τους οποίους οι κατατρεγμένοι αυτοί άνθρωποι αιτούνταν στις ελληνικές αρχές να τους απονεμηθεί άσυλο. Μάλιστα, η ίδια τους συνόδευε στην ακρόασή τους από την Επιτροπή Ασύλου όταν υποστήριζαν το αίτημά τους. Ήταν, όπως περιγράφει και η ίδια, μια χρονοβόρα, περίπλοκη και ανυπέρβλητη χωρίς τη βοήθεια έμπειρων νομικών διαδικασία, στην οποία πρέπει, αναγκαστικά, να συνεργαστούν δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, ψυχολόγοι, νομικοί και μεταφραστές. H M. Doutrepont παρέμεινε στη Λέσβο για περίπου έναν μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου έστελνε συνεχώς γράμματα στην οικογένειά της περιγράφοντας, «με ένα αίσθημα κατεπείγουσας ανάγκης μαζί κι απελπισίας», όπως γράφει, τα όσα απίστευτα, τα όσα πρωτόγνωρα ζούσε στο ελληνικό νησί.
Η καφκική ατμόσφαιρα που αναδίδουν οι περιγραφές της σοκάρει τον αναγνώστη: ενώ οι πρόσφυγες έπρεπε να προσκομίσουν κατά τη διαδικασία της ακρόασης/εξέτασης της αίτησής τους για παροχή ασύλου μια σειρά από ιατρικά έγγραφα που να πιστοποιούν ότι είναι ευάλωτα άτομα (ότι δηλαδή δεν πρέπει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους γιατί κινδυνεύουν), δεν μπορούσαν να βγουν από τους καταυλισμούς· δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα νοσοκομεία για απεικονιστικές κι άλλες εξετάσεις. Το εξωφρενικό αποτέλεσμα ήταν να μην μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα έγγραφα και να μένουν για μήνες, για χρόνια μερικές φορές, περιμένοντας στον καταυλισμό να εξεταστεί ο φάκελός τους.
Η Βελγίδα δικηγόρος περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τις νοσοκομειακές δομές της Μυτιλήνης, οι οποίες όχι μόνο αδυνατούν αλλά συχνά αρνούνται –με τη δικαιολογία της έλλειψης προσωπικού, εξοπλισμού, χρόνου και χρημάτων– να εξετάσουν, να περιθάλψουν, να θεραπεύσουν τους πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί άρρωστοι σωματικά και ψυχικά, έχοντας υποστεί, ορισμένοι από αυτούς, φρικτά βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς, βιασμούς κ.ά.
Συνεντεύξεις αναβάλλονταν επί μήνες λόγω της έλλειψης μεταφραστών, αποφάσεις ζωτικής σημασίας για το μέλλον των απόκληρων εγκλείστων στη Μόρια δεν εκδίδονταν ποτέ διότι δεν υπήρχαν πρωτότυπα έγγραφα – και πώς να υπάρχουν, άλλωστε, αφού είχαν καταλήξει στον πάτο του Αιγαίου με τις βυθισμένες βάρκες των δουλεμπόρων. Ουρές για τις τουαλέτες, ουρές για το φαγητό, για τον δικηγόρο, τον γιατρό, για το τηλέφωνο κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να δικαιολογήσει το χάλι της ελληνικής διοίκησης και μάλιστα το κάνει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της αφήγησής της, προβάλλοντος επίσης τον ηρωισμό ορισμένων Ελλήνων κρατικών λειτουργών. Αναγνωρίζει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, κατανοεί το ξεχαρβαλωμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν, δεν μπορεί όμως να δικαιολογήσει την αδράνεια του επίσημου ελληνικού κράτους.
Η γραφή της M. Doutrepont αποτυπώνει την εναλλαγή συναισθημάτων και γεγονότων που αντιμετώπισε στο διάστημα της παραμονής της στο νησί της Λέσβου· το βιβλίο μοιάζει με πολεμικό ημερολόγιο στρατευμένου σε κατάσταση εκστρατείας. Η M. Doutrepont σχολιάζει και τις βίαιες αντιδράσεις των έγκλειστων στη Μόρια σε βάρος των μελών των ΜΚΟ, που χρησιμεύουν «σαν μέσο εκτόνωσης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας». Σεβόμενη την κατάστασή τους, θεωρεί ότι το μοναδικό πράγμα που μπορούν να κάνουν εκείνη τη στιγμή οι ξένες αποστολές είναι «να είμαστε αυτοί πάνω στους οποίους να μπορούν να αδειάσουν όλη την πικρία που έχει μαζευτεί, χωρίς τον κίνδυνο να στερηθούν το φαγητό, τη φροντίδα ή την προστασία».
Οι δύο πλευρές του νομίσματος
Σε κάθε σελίδα των κειμένων της Βελγίδας ακτιβίστριας ξεπροβάλλει η δισυπόστατη φυσιογνωμία της Λέσβου: παραδεισένιο –όπως παραδέχεται– τοπίο, ονειρεμένη θάλασσα, υπέροχος καιρός και καταπληκτικό φαγητό από τη μία πλευρά κι από την άλλη η φρίκη των καταυλισμών: «Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα αλλόκοτο στο γεγονός ότι ο εκμηδενισμός του ανθρώπου στη Μόρια συντελείται σ’ αυτή την ακρούλα της Εδέμ», γράφει. Βέβαια, προσπαθεί να αμβλύνει την αλγεινή εντύπωση που προκαλεί η συμπεριφορά ορισμένων Ελλήνων, κυρίως κρατικών λειτουργών, όπως οι γιατροί στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης, αλλά και ιδιώτες, όπως οι ενοικιαστές διαμερισμάτων στην πόλη της Μυτιλήνης, που είδαν «ψητό» και όρμησαν ανεβάζοντας στα ύψη τα ενοίκια για τις τρώγλες που νοίκιαζαν κ.ά.
«Μην γελιέστε, όταν κατακρίνω το σύστημα υποδοχής των προσφύγων στην Ελλάδα, δεν είναι οι ελληνικές αρχές που κατηγορώ, τουλάχιστον όχι κυρίως αυτές», γράφει η M. Doutrepont. «Οι ελληνικές αρχές δεν είναι παρά απλοί στρατιώτες μιας ευρωπαϊκής πολιτικής η οποία μας αφορά όλους, αλλά που είναι πολύ βολικό να αποδοκιμάζουμε από τις χώρες μας που βρίσκονται σε απόσταση ασφαλείας από τα σύνορα της Ευρώπης κι απ’ ό,τι συμβαίνει εκεί».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η δομή του βιβλίου αναπτύσσεται μέσω καθημερινών ιστοριών που αφηγείται η συγγραφέας, για τις προσπάθειες προσφύγων να περιέλθουν στο καθεστώς του προστατευόμενου από το άσυλο ατόμου. Πρόκειται για ανθρώπους τους φακέλους των οποίων χειρίστηκε η ίδια αναπτύσσοντας μαζί τους ζεστές σχέσεις, έστω και για μερικές ημέρες, όσο κρατούσε δηλαδή η διαδικασία συλλογής των στοιχείων, προετοιμασίας του φακέλου, συνέντευξης στην Επιτροπή κ.ο.κ. Στα τέλη Μαΐου 2017 η μαχητική Βελγίδα τούς αποχαιρέτησε κι επέστρεψε στην πατρίδα της. Κάποιοι από αυτούς τους φακέλους προχώρησαν, οι αιτούντες έλαβαν άσυλο, μερικοί έφυγαν από τη Μόρια για την Αθήνα ή το εξωτερικό, άλλοι έμειναν περιμένοντας πίσω από τα συρματοπλέγματα, για ορισμένους δεν είχε νέα τους.
Θλιβερός επίλογος: Στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, δηλαδή τρία χρόνια μετά, η δομή της Μόριας κάηκε ολοσχερώς εξαιτίας μιας πυρκαγιάς, τα αίτια της οποίας δεν έχουν γίνει επίσημα γνωστά. Οι χιλιάδες κολασμένοι από το «πουθενά» της Μόριας μεταφέρθηκαν στο «πουθενά» του Καρά Τεπέ.
Μόρια: Μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης
Marie Doutrepont
μετάφραση: Σάντρα Βρέττα
Ποταμός
168 σελ.
ISBN 978-960-545-148-6
Τιμή €14,00
* Ο Θανάσης Αντωνίου είναι δημοσιογράφος.