Skip to main content

Τι αναφέρει ο καθηγητής στη Λέσβο που καταδικάστηκε για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας 9 μαθητριών του

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
8'

Στην αντεπίθεση περνά ο εκπαιδευτικός, που πριν από 3 εβδομάδες περίπου καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης σε 28 μήνες φυλάκιση με αναστολή, για 9 από τις περιπτώσεις που καταγγέλθηκαν για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε ανήλικες μαθήτριές του, ενώ σε άλλες 9 απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών

Με γραπτή τους δήλωση, που προώθησαν στα «ΝΕΑ της Λέσβου» οι συνήγοροι υπεράσπισής του, κάνουν λόγο για «κατασκευασμένες καταγγελίες», αλλά λίγο-πολύ και για εκστρατεία μονομερούς παραπληροφόρησης με στόχο – σύμφωνα με τους ίδιους – τη δημιουργία εντυπώσεων και απώτερο σκοπό την άσκηση πίεσης προς τα αρμόδια δικαστικά όργανα. Και αυτό, ενώ έχει προηγηθεί και η έφεση – καταπέλτης της Εισαγγελέως εφετών, που ζητά την επανεξέταση της υπόθεσης και καταδίκη για όλες τις καταγγελίες χωρίς ελαφρυντικά, καθώς σύμφωνα με την ίδια δεν τεκμηριώνονται οι αθωωτικές αποφάσεις. 

Οι κ.κ. Δημήτρης Συμεωνίδης και Παναγιώτης Ελευθερίου, στη μακροσκελέστατη δήλωσή τους, κάνουν λόγο για μετακίνηση της υπόθεσης «στο επίπεδο της δημόσιας «συζήτησης», με «τηλεδίκες», σκηνοθετημένες «τηλε-αντιδικίες» και διαρκείς ανακοινώσεις στον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», που ξεφεύγει από την ποινική διαδικασία. «Αυτή η – εκτός ποινικής διαδικασίας – παράλληλη συζήτηση, δυσχεραίνει την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης και τραυματίζει βάναυσα το τεκμήριο αθωότητας, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του Κράτους Δικαίου. Επιχειρείται δε σκόπιμα από την αντίδικη πλευρά να διεξαχθεί χωρίς κανόνες και όρους και να εργαλειοποιηθεί συστηματικά, με “καφενειακού τύπου” διαρροές και κατευθυνόμενη διακίνηση αυθαίρετων και παραπλανητικών ισχυρισμών προς παραπλάνηση και επηρεασμό της κοινής γνώμης», αναφέρουν. 

«Η εν λόγω παράπλευρη διακίνηση δήθεν πληροφοριών τόσο στα ΜΜΕ, όσο και στα κοινωνικά δίκτυα αποτελεί οπισθοδρόμηση για τον νομικό μας πολιτισμό, συνιστά ευθεία προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστική προσβολή του δικαιώματος αντικειμενικής ενημέρωσης των πολιτών, αφού βασίζεται σε συστηματική παραπληροφόρηση», τονίζουν.  

Οι συνήγοροι υπεράσπισης επαναλαμβάνουν τη δήλωση αθωότητας για όλες τις καταγγελίες, που εξέφρασε ο εντολέας τους, κάνοντας λόγο για «ειδεχθείς κατηγορίες, οι οποίες σταδιακά και εξελικτικά κατασκευάστηκαν σε βάρος του από μια ομάδα μαθητών, που περιέργως τυχαίνει να ανήκουν όλοι σε μια παρέα», κάτι που είχε επισημανθεί και κατά την απολογία. Επισημαίνουν, δε, την αρχική πρόταση της εισαγγελέως της έδρας για απαλλαγή από κάθε κατηγορία. «Η κ. Εισαγγελέας της έδρας, η οποία προφανώς γνωρίζει καλύτερα από κάθε τρίτο τη δικογραφία και αξιολόγησε η ίδια με αντικειμενικότητα όσα προέκυψαν στο ακροατήριο, πρότεινε ανεπιφύλακτα και αιτιολογημένα την απαλλαγή για όλες ανεξαίρετα τις κατηγορίες. Ανέδειξε πλήρως η κ. Εισαγγελέας του δικαστηρίου, με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της πρότασής της, την προφανή αβασιμότητά τους και τις πολλαπλές αντιφάσεις των ισχυρισμών σε βάρος του κατηγορουμένου, επιβεβαιώνοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει οποιαδήποτε πραγματική απόδειξή τους», σημειώνουν οι κ.κ. Συμεωνίδης και Ελευθερίου στη δήλωσή τους, όπου εστιάζουν και στο αθωωτικό της σκέλος.

«Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε απαλλακτικά για το μεγαλύτερο μέρος των κατηγοριών που του αποδίδεται. Παρά δηλαδή τον τεχνηέντως διαμορφωθέντα όγκο των δήθεν περιστατικών παρενόχλησης που κατασκευάστηκαν και συγκροτούσαν το αρχικό κατηγορητήριο, το δικαστήριο κατέληξε σε ομόφωνα αθωωτική κρίση για τις περισσότερες από τις κατηγορίες. Δηλαδή το δικαστήριο ομόφωνα αποφάνθηκε – ομόρροπα προς την πρόταση της κ. Εισαγγελέως της έδρας – ότι δεν ευσταθούν και δεν αληθεύουν οι περισσότερες από τις κατηγορίες που αρχικά του αποδόθηκαν» επισημαίνουν, στεκόμενοι στις κατηγορίες, που έχουν να κάνουν με καταγγελλόμενες χειρονομίες σε δημόσιο χώρο, για τις οποίες ο κατηγορούμενος πρωτόδικα αθωώθηκε. Για τους δύο δικηγόρους, το γεγονός ότι οι εν λόγω κατηγορίες κατέπεσαν, θέτει εν αμφιβόλω και την γενικότερη αξιοπιστία των καταγγελλουσών και για τις υπόλοιπες κατηγορίες, για τις οποίες η πρωτόδικη απόφαση ήταν καταδικαστική.

«Η τελική απαλλακτική κρίση του δικαστηρίου και για το ειδικότερο αυτό σκέλος της κατηγορίας σημαίνει αυτόματα ότι η ομάδα-παρέα που υποστηρίζει το αντίθετο, δηλαδή η ομάδα που ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, υπέπεσε προφανώς και ως προς αυτό το ζήτημα στο ατόπημα του ψεύδους. Το γεγονός αυτό, της αθώωσης και για το εν λόγω επίδικο περιστατικό, προφανώς ομιλεί περαιτέρω από μόνο του και για τη δήθεν “βασιμότητα” όλων των υπόλοιπων κατηγοριών, για όλα δηλαδή όσα τα ίδια αναξιόπιστα πρόσωπα ισχυρίζονται σε βάρος του κατηγορουμένου», επισημαίνουν στη δήλωσή τους.

Στη συνέχεια της επιστολής, οι δύο δικηγόροι αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους, βάσει της οποίας υποστηρίζουν την αθωότητα του εκπαιδευτικού, όπως αυτή είχε αναπτυχθεί τόσο από τον ίδιο κατά την απολογία του, όσο και από εκείνους κατά την αγόρευσή τους στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας. «Η υπεράσπιση έχει εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και διατηρεί ακράδαντη την πεποίθηση ότι οι εναπομένουσες κατηγορίες θα καταπέσουν παταγωδώς – και αυτές – κατά την εξέταση της υπόθεσης στο ακροατήριο του αρμόδιου εφετείου. Η Δικαιοσύνη αποδίδεται μόνο στις δικαστικές αίθουσες, όπου η αναζήτησή της αλήθειας στηρίζεται σε αυστηρούς κανόνες, στους ισχύοντες νόμους και σε απτές αποδείξεις», αναφέρουν στο κλείσιμο της δήλωσής τους.

Ολόκληρη η δήλωση:

Δήλωση

1. Η υπεράσπιση συνειδητά και εκ πεποιθήσεως επέλεξε καταρχάς να
αποφύγει, στο μέτρο του δυνατού, τη μεταφορά της συγκεκριμένης υπόθεσης
από το πεδίο της ποινικής διαδικασίας – στο οποίο αποκλειστικά ανήκει και
στο οποίο πρέπει να διεξάγεται, με βάση τους αυστηρούς κανόνες που τη
διέπουν, σύμφωνα με τον Νόμο, τις αρχές του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα
τις αρχές του Ποινικού Δικαίου – τη μετακίνηση της υπόθεση στο επίπεδο της
δημόσιας «συζήτησης», με «τηλεδίκες», σκηνοθετημένες «τηλε-αντιδικίες» και
διαρκείς ανακοινώσεις στον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
2. Αυτή η -εκτός ποινικής διαδικασίας- παράλληλη συζήτηση, δυσχεραίνει
την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης και τραυματίζει βάναυσα το τεκμήριο
αθωότητας, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του Κρατους Δικαίου. Επιχειρείται
δε σκόπιμα από την αντίδικη πλευρά να διεξαχθεί χωρίς κανόνες και όρους
και να εργαλειοποιηθεί συστηματικά, με “καφενειακού τύπου” διαρροές και
κατευθυνόμενη διακίνηση αυθαίρετων και παραπλανητικών ισχυρισμών προς
παραπλάνηση και επηρεασμό της κοινής γνώμης. Οι ισχυρισμοί και οι
δηλώσεις αυτές καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, την
αντικειμενική πληροφόρηση, το περιεχόμενο της δικογραφίας και την
πραγματική αποδεικτική διαδικασία που (πρέπει να) διεξάγεται μόνο στο
δικαστήριο.
3. Η εν λόγω παράπλευρη διακίνηση δήθεν πληροφοριών τόσο στα ΜΜΕ,
όσο και στα κοινωνικά δίκτυα αποτελεί οπισθοδρόμηση για τον νομικό μας
πολιτισμό, συνιστά ευθεία προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, αλλά
ταυτόχρονα και ουσιαστική προσβολή του δικαιώματος αντικειμενικής
ενημέρωσης των πολιτών, αφού βασίζεται σε συστηματική
παραπληροφόρηση. Επιχειρείται δε, προφανώς σκόπιμα, να αξιοποιηθεί με
μεθοδευμένα αβάσιμες ανακοινώσεις και δηλώσεις, σε συνδυασμό με τη
μονόπλευρη διακίνηση αυθαίρετων και αβάσιμων ισχυρισμών προς
δημιουργία εντυπώσεων – με προφανή απώτερο σκοπό την άσκηση πίεσης
προς τα αρμόδια δικαστικά όργανα.
4. Η Δικαιοσύνη πρέπει να επιτελέσει -και είμαστε βέβαιοι ότι τελικά θα
επιτελέσει- το έργο της απερίσπαστη, αποκρούοντας κάθε είδους απόπειρες
επηρεασμού και εξωτερικών παρεμβάσεων.
5. Προς στοιχειώδη μόνο απόκρουση της παραπληροφόρησης, με
αποκλειστικό γνώμονα την αποκατάσταση της αλήθειας και της
αντικειμενικότητας, επιβάλλεται να επισημανθούν τα εξής:
Από την πρώτη στιγμή, με ιδιαίτερη έμφαση, ο πελάτης μας αρνείται
κατηγορηματικά όλες ανεξαίρετα τις ειδεχθείς κατηγορίες, οι οποίες σταδιακά
και εξελικτικά κατασκευάστηκαν σε βάρος του από μια ομάδα μαθητών, που
περιέργως τυχαίνει να ανήκουν όλοι σε μια παρέα. Αυτό αναδείχθηκε
αναμφισβητα και αποδείχθηκε πλήρως κατά την ακροαματική διαδικασία στο
πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρόκειται δε για ένα εξελικτικά υπό διαρκή
διαμόρφωση κατηγορητικό αφήγημα, χωρίς κανένα πραγματικό έρεισμα και
χωρίς κανένα αντικειμενικό αποδεικτικό στοιχείο που να το ενισχύει. Η
αυθαιρεσία και η αναντιστοιχία προς την πραγματικότητα των αβάσιμων
ισχυρισμών που διατυπώθηκαν σε διαδοχικές φάσεις σε βάρος του
κατηγορουμένου είναι εξόφθαλμη. Οι εν λόγω ισχυρισμοί πάσχουν από

προφανείς αντιφάσεις, ανεξήγητες ανακολουθίες, ορατά ψεύδη και λογικά
κενά, τα οποία σε όλα τα στάδια της διαδικασίας με έμφαση επισημάνθηκαν.
Επιπρόσθετα επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι πρόκειται για ισχυρισμούς
που όχι μόνο δεν διασταυρώνονται αποδεικτικά, αλλά επιπρόσθετα -όπως
διατυπώθηκαν- προσκρούουν ευθέως και στην κοινή λογική.
Μετά από μια αναγνωρισμένα άμεμπτη και διακριτή διαδρομή δεκαετιών ως
δάσκαλος εκατοντάδων μαθητών, άριστος πατέρας και οικογενειάρχης, σε μια
ιδιαίτερα κλειστή κοινωνία, δεν έχει ίχνος αλήθειας το κατηγορητικό αφήγημα
που κατασκευάστηκε απο μια συγκεκριμένη μικρή ομάδα σε βάρος του. Σε
αυτό και μόνο επιστηρίζονται οι κατηγορίες που του αποδίδονται. Ουδέποτε
ωστόσο τέλεσε οποιαδήποτε από τις ειδεχθείς πράξεις που αναληθώς
ισχυρίζονται, όσοι συντονισμένα τον κατηγορούν. Οι αυθαίρετοι ισχυρισμοί,
που αφορούν δήθεν δημόσιες μόνο, αλλά και δήθεν εξακολουθητικές
ανάρμοστες συμπεριφορές μέσα στην τάξη και κατά τη διάρκεια της
εκπαιδευτικής διαδικασίας -όπου όπως στοιχειωδώς ο καθένας γνωρίζει ο
εκπαιδευτικός βρίσκεται αντικειμενικά διαρκώς στο επίκεντρο- κινούνται εκτός
των ορίων της λογικής. Ενώ διαψεύδονται και από όλους τους υπόλοιπους
μαθητές που ήταν παρόντες. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την ηθική βαρύτητα
των κατηγοριών που κατασκευάστηκαν σε βάρος του, ο συγκεκριμένος
εκπαιδευτικός, λόγω της μακρόχρονης άμεμπτης διαδρομής του, έχει
σταθερά την πλήρη στήριξη του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων, του
Συλλόγου Διδασκόντων, φορέων της Εκπαιδευτικής Κοινότητας, της τοπικής
κοινωνίας, όπως και εκατοντάδων γονέων και μαθητών, συμμαθητών της εν
λόγω παρέας. Όλα αυτά βέβαια ουδέποτε αναφέρθηκαν στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Παρά τις αντίθετες μεθοδεύσεις, η κοινή γνώμη και γνωρίζει και
μπορεί να κρίνει με λογική και δεν αποδέχεται τη μονομερή και
διαστρεβλωτική “ενημέρωση” που επιχειρήθηκε να προβληθεί ιδίως από
συγκεκριμένο μέσο.
6. Επιβάλλεται ειδικότερα, ως προς την ποινική διαδικασία και το στάδιο στο
οποίο αυτή βρίσκεται σήμερα, να σημειωθούν επιπρόσθετα τα εξής ουσιώδη:
Πρώτον, μετά από μια εξαντλητική διαδικασία στο ακροατήριο του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η κ.Εισαγγελέας της έδρας, η οποία προφανώς
γνωρίζει καλύτερα από κάθε τρίτο τη δικογραφία και αξιολόγησε η ίδια με
αντικειμενικότητα όσα προέκυψαν στο ακροατήριο, πρότεινε ανεπιφύλακτα
και αιτιολογημένα την απαλλαγή για όλες ανεξαίρετα τις κατηγορίες. Ανέδειξε
πλήρως η κ.Εισαγγελέας του δικαστηρίου, με την ειδική και εμπεριστατωμένη
αιτιολόγηση της πρότασής της, την προφανή αβασιμότητά τους και τις
πολλαπλές αντιφάσεις των ισχυρισμών σε βάρος του κατηγορουμένου,
επιβεβαιώνοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει οποιαδήποτε
πραγματική απόδειξή τους.
Δεύτερον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης απαλλακτικά για
το μεγαλύτερο μέρος των κατηγοριών που του αποδίδονταν. Παρά δηλαδή
τον τεχνηέντως διαμορφωθέντα όγκο των δήθεν περιστατικών παρενόχλησης
που κατασκευάστηκαν και συγκροτούσαν το αρχικό κατηγορητήριο, το
δικαστήριο κατέληξε σε ομόφωνα αθωωτική κρίση για τις περισσότερες από
τις κατηγορίες. Δηλαδή το δικαστήριο ομόφωνα αποφάνθηκε -ομόρροπα
προς την πρόταση της κ.Εισαγγελέως της έδρας- ότι δεν ευσταθούν και δεν
αληθεύουν οι περισσότερες από τις κατηγορίες που αρχικά του αποδόθηκαν.
Συνεπώς με βάση την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο αξιολογήθηκε
και κρίθηκε ήδη ότι -κατά το μεγαλύτερο μέρος τους- οι κατηγορίες που
επιχειρήθηκε να του προσαφθούν είναι αβάσιμες και αναληθείς.
Τρίτον, η αθώωση για το μεγαλύτερο μέρος των κατηγοριών που
αντιμετώπιζε ο κατηγοροούμενος από μόνη της αποδεικνύει ότι υπήρχε
αβασιμότητα, επομένως και προφανή ψεύδη, στο κατηγορητικό αφήγημα σε
βάρος του. Το γεγονός αυτό ομιλεί από μόνο του γενικότερα για την
“αξιοπιστία” όσων επιχειρούν με κάθε αθέμιτο τρόπο να υποστηρίξουν
γενικότερα τις κατηγορίες σε βάρος του.

Τέταρτον, σε ότι αφορά ειδικότερα το -προφανώς παράλογο- σκέλος της
κατηγορίας περί της δήθεν τέλεσης ανάρμοστης δημόσιας πράξης που δήθεν
έλαβε χώρα κατά τη Θεματική Εβδομάδα ενώπιον περισσότερων από 50
προσώπων, καθηγητών και μαθητών, το δικαστήριο αξιολόγησε όλα τα
στοιχεία και αποφάνθηκε και για αυτό ορθά το προφανές: ότι δεν προκύπτει
καμία απόδειξη ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε πραγματικά χώρα.
Πέμπτον, η τελική απαλλακτική κρίση του δικαστηρίου και για το ειδικότερο
αυτό σκέλος της κατηγορίας σημαίνει αυτόματα ότι η ομάδα-παρέα που
υποστηρίζει το αντίθετο, δηλαδή η ομάδα που ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα το
εν λόγω περιστατικό, υπέπεσε προφανώς και ως προς αυτό το ζήτημα στο
ατόπημα του ψεύδους. Το γεγονός αυτό, της αθώωσης και για το εν λόγω
επίδικο περιστατικό, προφανώς ομιλεί περαιτέρω από μόνο του και για τη
δήθεν “βασιμότητα” όλων των υπόλοιπων κατηγοριών, για όλα δηλαδή όσα
τα ίδια αναξιόπιστα πρόσωπα ισχυρίζονται σε βάρος του κατηγορουμένου.
Έκτον, οι απολύτως αβάσιμοι και ψευδείς ισχυρισμοί που συγκροτούσαν το
αρχικό κατηγορητήριο κατέπεσαν, δεδομένου ιδίως ότι τα λεγόμενα των
μαθητών της συγκεκριμένης παρέας δεν διασταυρώνονται από κανέναν άλλο
τρίτο αντικειμενικό μάρτυρα, από τα πολλά πρόσωπα που ήταν παρόντα στην
εν λόγω δημόσια εκδήλωση. Εξάλλου, όπως σαφώς προέκυψε εκ των
υστέρων και αποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία πλήρως με
δημόσια έγγραφα του ΥΠΕΠΘ, το περιεχόμενο των οποίων δεν μπορεί να
αμφισβητηθεί, τελικά οι μαθήτριες που ψευδώς ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα
το εν λόγω απίθανο περιστατικό, δεν ήταν καν παρούσες στην εν λόγω
εκδήλωση της Θεματικής Εβδομάδας. Ενόψει αυτών των δεδομένων ευχερώς
εξηγείται γιατί τόσο η εισαγγελέας της έδρας στην πρόταση της, όσο και το
δικαστήριο οδηγήθηκαν τελικά σε αθωωτική κρίση ως προς αυτήν την
προφανώς ψευδή επιμέρους κατηγορία.
Έβδομον ως προς το εναπομένον -σαφώς πιο περιορισμένο σε σύγκριση με
το αρχικό κατηγορητικό αφήγημα- σκέλος των κατηγοριών, για τις οποίες δεν
κατέστη δυνατόν να προκύψει απαλλαγή πρωτοδίκως, έχουμε την εδραία
πεποίθηση ότι η δικαίωση από τα δικαστήρια θα είναι πλήρης και
πανηγυρική. Ασκήθηκε ήδη έφεση και ενόψει αυτής το σκέλος αυτό της
υπόθεσης θα εξεταστεί εκ νέου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που
απαρτίζεται από ανώτερους δικαστές.
7. Η υπεράσπιση έχει εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης
και διατηρεί ακράδαντη την πεποίθηση ότι οι εναπομένουσες κατηγορίες θα
καταπέσουν παταγωδώς -και αυτές- κατά την εξέταση της υπόθεσης στο
ακροατήριο του αρμόδιου εφετείου.
Η Δικαιοσύνη αποδίδεται μόνο στις δικαστικές αίθουσες, όπου η αναζήτησή
της αλήθειας στηρίζεται σε αυστηρούς κανόνες, στους ισχύοντες νόμους και
σε απτές αποδείξεις.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης:
Δημήτρης Γ. Συμεωνίδης
Παναγιώτης Ελευθερίου

 

---

πηγη: Ανέστης Χατζηδιάκος / Εφημερίδα Τα ΝΕΑ της Λέσβου

 

 

 

----

3 καυτά ερωτήματα για το Δήμο Δυτικής Λέσβου - Θα απαντήσει ο Ταξιάρχης Βέρρος;

----

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις