Αφιέρωμα στον αντιστασιακό και λογοτέχνη της Αντίστασης Μιχάλη Λιαρούτσο
Την Κυριακή 2 Αυγούστου 2015 στις 7:15΄ το πρωί άπλωσε τα φτερά του και πέταξε στην αιωνιότητα ο πολυαγαπημένος και αξιοσέβαστος Σύντροφος, Πατέρας και Δάσκαλός μας, ο συνεπής με τις ιδέες και τις αρχές του σεμνός λαϊκός αγωνιστής και ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες της Αντίστασης, Μιχάλης Λιαρούτσος. Τις τελευταίες δυο μέρες νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό με αναπνευστικά προβλήματα. Εκεί άφησε τη στερνή του ανασαιμιά. Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη 4 Αυγούστου 2015 στις 10:30΄ πμ στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καισαριανής. Στη συνέχεια η σορός του θα αποτεφρωθεί στη Βουλγαρία και η στάχτη του θα πεταχτεί στη θάλασσα της γενέτειράς του, της Τήνου, σύμφωνα με τη δεδηλωμένη επιθυμία του.
Ο Μιχάλης Λιαρούτσος γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1921 στην Τήνο. Στη γενέτειρά του τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο και τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Το 1936 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Παγκράτι όπου ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1939, ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις, εισέρχεται έβδομος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Με την κήρυξη του πολέμου διακόπτει αναγκαστικά τη φοίτησή του και εργάζεται ως υπάλληλος του Ι.Κ.Α. Το 1941 έρχεται σε επαφή με αριστερούς φοιτητές που τον μυούν στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Στις αρχές του 1942 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ, στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα στην ΕΠΟΝ. Φτάνει μέχρι τη θέση του Α΄ Γραμματέα των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, μιας περιφέρειας που άρχιζε από του Ζωγράφου κι έφτανε μέχρι τη Νέα Σμύρνη, και για τρία χρόνια ζει στις παρυφές του Υμηττού στην παρανομία πολεμώντας στις τάξεις της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο «Βασίλης».
Μετά την ήττα του Δεκέμβρη του 1944, η κεντρική ηγεσία της ΕΠΟΝ τον στέλνει στη Μυτιλήνη, όπου φτάνει στις 20 Οκτωβρίου του 1945. Το Νοέμβρη του 1945 γίνεται η Συνδιάσκεψη Αιγαίου της ΕΠΟΝ και εκλέγεται Γραμματέας Περιοχής Αιγαίου. Παίρνει μέρος στο Α΄ Συνέδριο της ΕΠΟΝ στην Αθήνα μαζί με τις αντιπροσωπείες των Οργανώσεων Μυτιλήνης, Σάμου και Χίου.
Ξαναγυρίζει στη Μυτιλήνη και βιώνει την κορύφωση της λευκής τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει κράτος και παρακράτος στο νησί και που σαν αποτέλεσμα έχει το σχηματισμό των πρώτων ένοπλων αντάρτικων ομάδων. Ο Μιχάλης βγαίνει αντάρτης στο βουνό στις 15 Δεκεμβρίου 1947 μαζί με τον Παναγιώτη Αντωνιάδη από τον Πολιχνίτο. Πολεμώντας στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου τραυματίζεται σοβαρά δυο φορές με διαμπερή τραύματα.
Για πρώτη φορά στη δεξιά ποδοκνήμη στη μεγάλη μάχη των ανταρτών με τις καθεστωτικές δυνάμεις που έγινε στη θέση «Αράπη Πέτρες» (Σεϊτάν Ντερέ, ύψωμα Τσιπλάκ Τεπέ) στις 21 Φεβρουαρίου 1948. Δυο συμμαχητές του, ο Στρατής Διαμαντής από τη Μυτιλήνη και ο Λευτέρης Παπαθανασίου από τη Μόρια, με μεγάλο μόχθο και πραγματικό ηρωισμό, περπατώντας τρεις νύχτες μέσα στα βουνά, τον μεταφέρουν σ’ ένα γνωστό τους σπίτι στη Μόρια κι όταν βραδιάζει τον πάνε στο σπίτι της Ελευθερίας Παρασκευαΐδου στη Μυτιλήνη, όπου και παραμένει μέχρι να γιατρευτεί. Μετά την αποθεραπεία του ξαναβγαίνει στο βουνό, αλλά σε λίγες μέρες τον στέλνουν με αποστολή στη Μυτιλήνη. Τον Ιούλη του 1948 ο Θανάσης Νικόδημος, Γραμματέας της Π.Ε. Λέσβου του ΚΚΕ, αδυνατώντας πια να βρει στέγη για να μείνει, συνδέεται με το Μιχάλη Λιαρούτσο και το Γιώργο Σκούφο, οι οποίοι δρουν στην περιφέρεια της Μυτιλήνης. Οι τρεις τους συγκροτούν την κομματική τριάδα που έχει την ευθύνη επαφής πόλης και υπαίθρου και της οποίας επικεφαλής είναι ο Νικόδημος. Στέλνουν τρόφιμα, εφόδια, κάποτε και στρατιωτικές στολές. Οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι πολύ άσχημες. Πείνα, κρύο, διανυκτέρευση στο ύπαιθρο ακόμα και το χειμώνα, συνεχείς πορείες και μετακινήσεις, διαμονή σε υπόγειες κρύπτες.
Για δεύτερη φορά τραυματίζεται στις 21 Απριλίου 1949 (Μεγάλη Πέμπτη) κοντά στο παλιό υφαντήριο της Μυτιλήνης. Επιστρέφοντας στο σπίτι της Ελευθερίας Παρασκευαΐδου με το Θανάση Νικόδημο πέφτουν σε περίπολο χωροφυλάκων κοντά στο εκκλησάκι του Αι Γιάννη του Καλυβίτη. Καταδιωκόμενος τραυματίζεται από σφαίρα πιστολιού στο δεξιό πνεύμονα. Η σφαίρα μπήκε από την πλάτη και βγήκε ακριβώς κάτω απ’ τη ρόγα του δεξιού μαστού. Ύστερα από αγωνιώδη προσπάθεια μιάμιση ώρας, σερνόμενος μέσα από θάμνους και σέτια ελαιώνων, φτάνει για τις πρώτες βοήθειες στο σπίτι της Ελευθερίας, που ήταν πίσω απ’ το «Βοστάνειο», κοντά στα τελευταία σπίτια του Κάτω Χάλικα. Με τις περιποιήσεις της αγαπημένης του και των συντρόφων του σώζεται η ζωή του.
Πριν καλά – καλά αναρρώσει συλλαμβάνεται στις 3 Φλεβάρη 1950. Κρατείται απομονωμένος και βασανίζεται για τέσσερις μήνες στην Ασφάλεια στον Καρά Τεπέ. Ύστερα τον στέλνουν στη φυλακή των Βούρλων να περάσει από εισηγητή Στρατοδικείου. Δικάζεται για άλλη υπόθεση στη Χίο και μετά περνά Στρατοδικείο στη Μυτιλήνη. Καταδικάζεται σε θάνατο στις 25 Ιουνίου 1951 για παράβαση του Α.Ν. 509/47. Η ποινή του μετατρέπεται με απόφαση του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου σε ισόβια κάθειρξη (έχει μεσολαβήσει η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του και οι θανατικές ποινές σταμάτησαν να εκτελούνται, μετατρεπόμενες πλέον σε ισόβια δεσμά). Με το Β.Δ. της 6-10-1954 η ποινή του μειώνεται σε δεκαπενταετή κάθειρξη. Μεταφέρονται με το Νικόδημο στις μεσαιωνικές φυλακές της Κέρκυρας, όπου μένουν από τον Αύγουστο του 1951 μέχρι το Φλεβάρη του 1952. Τον ξανακουβαλάνε στη Μυτιλήνη για να δικαστεί για άλλο αδίκημα το Μάη του 1952. Τον φυλακίζουν στου Αβέρωφ, μετά στην Αίγινα, στη συνέχεια στη Χαλκίδα και τελικά στην Καλλιθέα απ’ όπου αποφυλακίζεται υπό όρους, για λόγους υγείας, στις 22 Δεκέμβρη 1956.
Το 1957 παντρεύεται την Ελευθερία Παρασκευαΐδου, η οποία ήταν η γυναίκα που τον στήριξε και τον προστάτεψε στα χρόνια της παρανομίας στη Μυτιλήνη, στο σπίτι της οποίας κρύφτηκε και αποθεραπεύτηκε μετά τους τραυματισμούς του και η οποία κατά την περίοδο της φυλάκισής του στάθηκε στο πλευρό της μάνας του και τον περίμενε.
Μετά την αποφυλάκισή του εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος για πολλά χρόνια σε συμβολαιογραφείο, στερούμενος των πολιτικών του δικαιωμάτων. Δουλεύει συνδικαλιστικά στο χώρο των συμβολαιογραφο-ϋπαλλήλων. Δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ και συλλαμβάνεται δυο φορές γνωρίζοντας τα κρατητήρια της χουντικής Ασφάλειας. Με την αμνήστευση του 1974 ανακτά τα πολιτικά του δικαιώματα και προσλαμβάνεται στην Τράπεζα Επενδύσεων ως νομικός σύμβουλος σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης. Συνδέεται με το Σύλλογο των Κυκλαδιτών Φοιτητών και δουλεύει σαν εκλογικός αντιπρόσωπος.
Έζησε στην Καισαριανή, όπου εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος και Αντιπρόεδρος του Δημοτικού της Συμβουλίου την περίοδο 1978 - 1982, επί δημαρχίας Παναγιώτη Μακρή. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ (ΠΕΑΦΕ), της οποίας διατέλεσε Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., καθώς και του Συνδέσμου Φίλων του Μουσείου της ΕΠΟΝ, του οποίου διατέλεσε Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και συγγραφέας επτά πεζογραφημάτων και δυο ποιητικών συλλογών. Τα βιβλία του έγιναν τα αγαπημένα αναγνώσματα της νέας γενιάς και φώτισαν άγνωστες πτυχές της ιστορίας του λεσβιακού επαναστατικού κινήματος, που για δεκαετίες η άρχουσα τάξη και η αστική προπαγάνδα φρόντιζαν να σκεπάζουν με το μαύρο πέπλο της ιστορικής λήθης.
Πέρα όμως από τη δική του μεγάλη και σημαντικότατη γραπτή κατάθεση, έστερξε υλικά και ηθικά την εκδοτική προσπάθεια της λεσβιακής εφημερίδας «Νέο ΕΜΠΡΟΣ» και χρηματοδότησε εξολοκλήρου το βιβλίο «Δημοκρατικός Στρατός Λέσβου. Συνοπτική ιστορία. Μαρτυρολόγιο. Τόποι Μαρτυρίου.», που εκδόθηκε το 2002, για το οποίο μίλησε στην εκδήλωση παρουσίασης που έγινε στο 4ο Κάμπινγκ της ΚΝΕ στη Χαραμίδα στις 6-8-2004 και το οποίο φέτος θα επανεκδοθεί εμπλουτισμένο και επαυξημένο. Επίσης χρηματοδότησε εν μέρει το κόστος της Α΄ έκδοσης του βιβλίου «Γιώργος Αθ. Σκούφος. Σελίδες του Αγώνα.», που εκδόθηκε το 2007.
Έδωσε το παρών μιλώντας στις εκδηλώσεις εκταφής και ανακομιδής των οστών των παλιών του συντρόφων, που οργάνωσε η ΝΕ Λέσβου του ΚΚΕ στα Αμπριά και στην Αγία Παρασκευή.
Παρέμεινε μέλος του Κόμματος στα 94 του χρόνια και χάρη στη σπάνια μνήμη του κατέθεσε τις προσωπικές του μαρτυρίες και γνώσεις για τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο στη Λέσβο, τροφοδοτώντας την ιστορική έρευνα με πολύτιμα ντοκουμέντα, που θα δουν εν καιρώ το φως της δημοσιότητας.
Αν και Τήνιος, τον νιώθουμε συμπατριώτη μας. Κι αυτός ο ίδιος ίσως να ένιωθε πιότερο Μυτιληνιός. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου αναφέρεται στα συνταρακτικά εμφυλιοπολεμικά γεγονότα που βίωσε στο νησί μας και τα οποία σημάδεψαν για πάντα όλη του τη ζωή.
Καλό ταξίδι, Μιχάλη. Άντε να προλάβεις τον Παναγιώτη Μακρή, που έφυγε ένα ποδάρι πριν από σένα, και να ανταμώσεις με τους συντρόφους σου που πέταξαν ήδη στην αιωνιότητα. Θα κρατάμε άσβηστο το καντηλέρι της θύμησής σας και θα παλεύουμε για τις ιδέες για τις οποίες αναλώσατε τη ζωή σας.
(επιμέλεια αφιερώματος Παναγιώτης Κουτσκουδής)