Κίνα, ο υπερ-επενδυτής με τις γεμάτες τσέπες
Μια δήλωση του επικεφαλής της Ενωσης των Κινέζων Βιομηχάνων στην αίθουσα υποδοχής του Δημαρχείου του Αμβούργου το πρωί της Παρασκευής 19 Ιουνίου άφησε εμβρόντητους τους γερμανούς επιχειρηματίες που είχαν προσκαλέσει και φιλοξενούσαν την πολυμελή κινεζική ομάδα. «Δεν με εκπλήσσει τίποτε από όσα ακούω για την Κίνα, αλλά αυτό ήταν υπερβολικό, εξωφρενικό» δήλωσε ο εκπρόσωπος μεγάλης σιδηροβιομηχανίας του Ρουρ που βρισκόταν στην αίθουσα. Ο κινέζος βιομήχανος - ένας 60άρης και κομματικό στέλεχος του ΚΚΚ, όπως μαρτυρούσε το σήμα που φορούσε στο πέτο του σακακιού του - μόλις είχε πληροφορήσει το ακροατήριο ότι η Κίνα είναι έτοιμη «αμέσως αυτή τη στιγμή» να διαθέσει σε «ουσιαστικές επενδύσεις στην Ευρώπη» το ποσό των 850 δισ. ευρώ. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το αστρονομικό ποσό, καθώς έβλεπε τους γερμανούς επιχειρηματίες και βιομηχάνους να έχουν μείνει άναυδοι, προσέθεσε: «Καταλαβαίνουμε, είναι τεράστιο το ποσό για τα γερμανικά μέτρα, ίσως και για τα συνολικά ευρωπαϊκά». Και συνέχισε: «Σας θυμίζω ότι ο (κινέζος) πρόεδρος Σι Τζινπίγκ είχε δηλώσει τον περασμένο Φεβρουάριο ότι ως το 2020 θα διαθέσουμε για πολυετείς επενδύσεις στο εξωτερικό ένα τρισεκατομμύριο δολάρια».
Κάποιος από την κινεζική ομάδα ενημέρωσε τους Γερμανούς ότι η Κίνα έχει ήδη υπογράψει την άνοιξη και ως τα μέσα Μαΐου συμφωνίες με την Ινδία και το Πακιστάν συνολικού ύψους 75 δισ. δολαρίων, άλλες δύο συμφωνίες με αφρικανικές χώρες ύψους 17,5 δισ. δολαρίων, τρεις συμφωνίες με ισάριθμες χώρες της Λατινικής Αμερικής και ότι «άρχισε να εφαρμόζεται» - δηλαδή, να εκταμιεύεται χρήμα - η συμφωνία με τη Ρωσία η οποία αφορά «επενδύσεις ανοιχτού (χρονικού) ορίζοντα» ύψους 400 δισ. δολαρίων.
Οκτώ μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Γερμανίας και δεκάδες γερμανικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών έχουν επενδύσεις στην Κίνα, αλλά δεν είναι γνωστό το συνολικό ύψος αυτών των επενδύσεων. Το Βερολίνο και το Πεκίνο δεν ανακοινώνουν τίποτε σχετικό. Το Bloomberg τον περασμένο Δεκέμβριο τις είχε υπολογίσει σε «άνω των 40 δισ. δολάρια συνολικά», αλλά η Διεθνής Τράπεζα τον Σεπτέμβριο του 2014 τις περιόριζε σε 21,3 δισ. δολάρια, υπερδιπλάσιες των βρετανικών επενδύσεων και τριπλάσιες των γαλλικών στην Κίνα.
Θα είναι όμως βιώσιμες τέτοιες κολοσσιαίες επενδύσεις στη Γερμανία, στην Ευρώπη γενικότερα; Υπάρχει «έδαφος» στην Ευρώπη να τις προσελκύσει; Κάποια άρθρα και σχόλια σε κινεζικά πολιτικά και οικονομικά έντυπα δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Οικονομικό περιοδικό το οποίο εκφράζει την επίσημη κομματική κινεζική γραμμή ιεραρχούσε στο τεύχος Μαΐου τις «ζώνες επενδυτικού ενδιαφέροντος» των κινεζικών επιχειρήσεων και τοποθετούσε την Ευρώπη πέμπτη στη σειρά. Πρώτη η Αμερική και ακολουθούν η Νοτιοκεντρική Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική.
«Ο ευρωπαϊκός επενδυτικός χώρος είναι κορεσμένος» διαπιστώνει το περιοδικό. Υπολογίζει ότι το σύνολο των επενδύσεων που θα χρειαστεί ο εκσυγχρονισμός της παραγωγικής μηχανής της Ευρώπης - τον οποίο θεωρεί απαραίτητο και τον τεμαχίζει σε τέσσερα πενταετή στάδια - δεν θα υπερβαίνει τα 270 δισ. ευρώ. Ακόμη και η Ρωσία δεν θα μπορούσε να απορροφήσει επενδύσεις άνω των 100 δισ. δολαρίων σε μια δεκαετία, όπως αναφέρθηκε από αρμόδιους ρώσους αξιωματούχους στο οικονομικό φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης την περασμένη εβδομάδα. Αντίθετα, υπάρχει «έδαφος» για κινεζικές επενδύσεις στην Υποσαχάρια Αφρική και βεβαίως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι «παράδεισος» για επενδυτές, γράφει η ιστοσελίδα του Bloomberg.
Εδώ όμως υπάρχουν δυσκολίες, επισημαίνει με καυστική γλώσσα η «China Daily» της Σανγκάης. Είναι «αγκυλώσεις (...) τις οποίες προκαλούν τεχνητά εθνικοπατριωτικές ψυχώσεις, σκέψεις και αποφάσεις οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομία και την ανάπτυξη». Και αναφέρει ως χαρακτηριστική περίπτωση το λιμάνι της Βοστώνης: η αρμόδια επιτροπή προέκρινε τον κινέζο πλειοδότη αγοραστή-επενδυτή αλλά τοπικοί παράγοντες ακύρωσαν την απόφαση για «πατριωτικούς λόγους και λόγους ασφαλείας», όπως ανακοινώθηκε. Το περιοδικό βεβαιώνει ότι υπάρχει μια εικοσάδα παρόμοιων παρεμβάσεων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το κινεζικό επενδυτικό ενδιαφέρον για τον αμερικανικό «παράδεισο».
tvima.gr