Υπηρέτριες και θύματα: Η τραγωδία των ανήλικων κοριτσιών στην εποχή της εξουσίας και κακοποίησης
Δούλες, υπηρέτριες, ψυχοκόρες - Σκιές στα υπόγεια
- «Επί της οδού Βαλαωρίτου, υπηρέτρια, 15 ετών, απεπειράθη να αυτοκτονήση ριχθείσα από της ταράτσας προς το μέρος της οδού, διότι την επέπληξεν η κυρία της...» - Εφημ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 27/7/1948
- «Δωδεκάχρονη υπηρέτρια, εις την περιοχήν της Νεαπόλεως, απεπειράθη να θέση τέλος εις την ζωήν της, καταναλώνοντας μία φυάλη βενζίνην...» - Εφημ. ΕΣΤΙΑ, 20/3/1913
- «Επί της οδού Πατησίων, υπηρέτρια 20 ετών, περιέβρεξε με βενζίνην τα ενδύματά της και έθεσε πυρ...» - Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 1/11/1962
Αιώνας 20ός. Ποια δύναμη είναι αυτή που μπορεί να ωθεί παιδιά να επιδιώκουν λύτρωση μέσα από την αυτοχειρία;
Μία τέτοια είδηση, σήμερα, προφανώς θα βρισκόταν στα ψηλά ενός μέσου ενημέρωσης. Τότε, περνούσε στα... ψιλά. Πώς γίνεται να δέχεται μία κοινωνία τέτοιες τραγικές πληροφορίες, δημοσιευμένες σε ανθυπομονόστηλα στις πίσω σελίδες των εφημερίδων; Απαξίωση, ή μήπως εξοικείωση;
Η λέξη κλειδί σε όλες τις παρεμφερείς ειδήσεις είναι κοινή: «Υπηρέτρια». Το τραγικό φαινόμενο της «λυτρωτικής αυτοκτονίας» «ζυμώνεται» από τον προηγούμενο, ακόμη, αιώνα. Η υπηρέτρια, η δούλα ή, ακόμα πιο υποτιμητικά, το δουλικό δεν ανήκει ακριβώς στην κατηγορία των ανθρώπων. Βρίσκεται μεταξύ ζώου και ανθρώπου.
Η άκρη του μίτου χάνεται στην αρχαία Ελλάδα, όπου η δουλεία ήταν θεσμός. Τότε δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα. Άλλωστε, οι περισσότεροι αιχμάλωτοι πολέμων, που πωλούνταν ως δούλοι στα παζάρια, ήταν άνδρες. Ανήκαν στα αφεντικά τους και αποτελούσαν στοιχείο της περιουσίας τους.
Οι αιώνες περνούν, αλλά ο θεσμός της δουλείας είναι διαχρονικός. Θα παραμείνει και στα χρόνια του Βυζαντίου. Δούλοι και δούλες απολύτως υποταγμένοι στον κύριό τους προσφέρονται ακόμα και ως δώρο. Με τον καιρό η βυζαντινή κοινωνία γίνεται προοδευτικότερη. Επιτρέπει τον γάμο μεταξύ ελευθέρων και δούλων, με μία εξαίρεση, την οποία συμπεριλαμβάνει ο νομοκανόνας του Μανουήλ Μαλαξού (1561): Απαγορεύεται δούλος να πάρει τη γυναίκα του αφέντη του, μετά τον θάνατο αυτού του τελευταίου, ακόμα κι αν η ίδια το επιθυμεί, για να μην αφεθεί υπόνοια ότι ζώντος του αφέντη, εκείνη διέπραξε μοιχεία.
ΔΟΥΛΕΣ, ΔΟΥΛΑΚΙΑ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΕΣ
Κατά την τουρκοκρατία, τη δουλεία κρατά ζωντανή η ανέχεια. Ειδικά στις ορεινές περιοχές της χώρας, όπου οι αγρότες ρίχνονται ολημερίς με νύχια και δόντια στη γη για την εξασφάλιση των προς το ζην, οι αγρότισσες, εκτός από τη βοήθεια στη φροντίδα της γης, επιβαρύνονται και με όλες τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες του νοικοκυριού, το καθάρισμα, το μαγείρεμα, το ντάντεμα μωρών, μαζεύουν και κουβαλούν ξύλα, φροντίζουν ζωντανά. Για να γλιτώσουν τη σκληρή ζωή της αγρότισσας, τα θηλυκά παιδιά στέλνονται σε πλουσιόσπιτα, όπου τους περιμένει μία άλλης μορφής άγρια ζωή. Εργάζονται για 15 και 20 ώρες την ημέρα, κάτω από τις πιο ανθυγιεινές συνθήκες. «Οι περισσότερες αρχόντισσες όχι μόνο δέρνουν αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, αλλά και τους δίνουν το ψωμί σαν αντίδωρο και μόνον το Πάσχα και τα Χριστούγεννα τρώγουν ένα κομμάτι κρέας. Τον άλλο καιρό, όλο τον χρόνο, το μεσημέρι και το βράδυ, ένα ξεροκόμματο, δύο ελιές και μισό κρεμμύδι. Αυτό είναι και γεύμα και δείπνο. Εξόν όμως από τη σκυλίσια αυτή ζωή, οι δούλες ικανοποιούν και τις σεξουαλικές ορμές των αγοριών των αφεντικών τους» γράφει ο ιστορικός Κορδάτος, ερμηνεύοντας εν μέρει και την τύχη αρκετών εξ' αυτών, οι οποίες «δραπετεύουν» από τα σπίτια-κολαστήρια για να πέσουν στα νύχια σωματεμπόρων, που τις εξωθούν στην πορνεία.
Οι δούλες παραμένουν αντικείμενα μίας μορφής αγοραπωλησίας. Ασχέτως προς το ισχνό αντίτιμο της εκ μέρους τους παροχής πάσης φύσεως υπηρεσίας, αυτές οι γυναίκες «αγοράζονται» από πλούσια αφεντικά, αφού, στην πραγματικότητα, «πωλούνται» από τα σπιτικά τους, στα οποία συνεισφέρουν το ταπεινό μεροκάματό τους. Η κοινωνία είναι φτιαγμένη για άντρες. Τα αρσενικά παιδιά προσφέρουν στην οικογένεια τη σωματική ρώμη, το μυαλό, την υπόσχεση, την προοπτική... Τα θηλυκά είναι φύρα. Ώσπου να βρεθεί εκείνος που θα τα «φορτωθεί», βαραίνουν τον πατρικό προϋπολογισμό. Ιδού, λοιπόν, ο τρόπος να ξεχρεώσουν...
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, οι Έλληνες αποφασίζουν επίσημα την κατάργηση της δουλείας. «Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας άμα πατήσας το ελληνικόν έδαφος είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος» αναφέρει το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος κατά τη Β΄ Εθνικήν Συνέλευσιν εν Επιδαύρω την 1η Ιανουαρίου 1824 και α' της Ανεξαρτησίας.
Ουδεμία αλλαγή. Η δουλεία ως «υπαγωγή» ενός ανθρώπου σε άνθρωπο εξακολουθεί να υφίσταται και αφορά πλέον τις γυναίκες. Αυτή η δραματική αποκλειστικότητα έχει περάσει από καιρό στο θήλυ. Η μόνη αλλαγή θα έρθει αργότερα, όταν στα σπίτια, όπου τα αφεντικά θα διαθέτουν κάτι παραπάνω από στοιχειώδη μόρφωση, οι δούλες θα «αναβαθμιστούν» σε υπηρέτριες.
Δούλες ή υπηρέτριες, είναι κατά κανόνα ανήλικα κορίτσια, αγράμματα, φοβισμένα, που «βάζουν πλάτη» για τη φτωχή οικογένεια. Στέλνονται από την περιφέρεια και τα νησιά στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα, για να υπηρετήσουν πλουσιόσπιτα, αντί ποσού, το οποίο εισπράττει απευθείας ο πατέρας τους στο χωριό. Έτσι, μετατρέπονται σε «δουλάκια», που δεν εκπαιδεύονται μόνον σε όλες τις απλές και σύνθετες δουλειές του νοικοκυριού (να κουβαλούν νερό από τη δημόσια βρύση, να τρίβουν βαριές κουβέρτες και κιλίμια, να φροντίζουν μωρά και ηλικιωμένους, να καθαρίζουν αποπάτους και άλλα πολλά) αλλά υφίστανται και την κακομεταχείριση των συμπλεγματικών κυράδων και των ακόμη πιο συμπλεγματικών θυγατέρων τους. Αυτήν την εποχή, μαθήτρια Γ΄ Δημοτικού σε φημισμένο αθηναϊκό παρθεναγωγείο της εποχής δηλώνει: Ευχαριστιέμαι πολύ να βλέπω τη μαμά να μαλώνη την υπηρέτριά μας, γι αυτό πηγαίνω συχνά και την κατηγορώ.... Τα αρσενικά βλαστάρια της οικογένειας είναι κι αυτά απειλή για τα δύσμοιρα κορίτσια της βιοπάλης. Εκτονώνουν πάνω τους τις σεξουαλικές ορμές τους με τις... ευλογίες των μανάδων, που έτσι γλιτώνουν τα ανεξέλεγκτα νυχτοπερπατήματα των αγοριών τους.
Ένα πεδίο γεμάτο παγίδες είναι το ξένο σπίτι για τα κοριτσόπουλα που έρχονται από τον τόπο τους άμαθα και στο νέο εχθρικό περιβάλλον δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη. Είναι ισχνές, υποσιτισμένες, κι όμως, σηκώνουν όλα τα βάρη του σπιτιού και της οικογένειας. Ο χώρος που τους παρέχεται για ύπνο είναι μία ανήλιαγη «τρύπα» στο υπόγειο ή το πατάρι του σπιτιού, που έως πρότινος ήταν αποθήκη. Πλένονται με κρύο νερό ανά αραιά διαστήματα, φορούν ταλαιπωρημένα αποφόρια των αφεντικών και κουρεύονται με την ψιλή για να μην πιάνουν ψείρες.
«... Μία λάμπα φωτίζει το φτωχό γεύμα, μία βρόμικη υπηρέτρια γυρνά γύρω από το τραπέζι...» αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Εντμόντ Αμπού, που επισκέπτεται στα μέσα του 19ου αι. την Ελλάδα, περιγράφοντας την εικόνα του αθηναϊκού σπιτιού της εποχής.
ΨΥΧΟΚΟΡΕΣ - ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ...
«Μεγάλη ανακούφιση για τους αγρότες γονείς ήταν, όμως, και η πρόταση κάποιου ατού μακρινού συγγενή να πάρει στην προστασία του ένα από τα πολλά θηλυκά παιδιά της οικογένειάς τους, ως ψυχοκόρη ή έστω παρακόρη. Δέχονταν μάλιστα πρόθυμα την προσφορά του με την ελπίδα ότι το παιδί θα περνούσε καλύτερες μέρες, αφού ο θεσμός της ψυχοκόρης ή της παρακόρης υπονοούσε ευγενική αντιμετώπιση της μικρής κόρης εξαιτίας των συγγενικών δεσμών της με τα μέλη της νέας οικογένειας. Ενώ όμως η θέση της ήταν ελαφρά βελτιωμένη, αφού ο αστός συγγενής αναλάμβανε την υποχρέωση να την προικίσει [...] είχε τα ίδια καθήκοντα με τη δούλα» σημειώνει στην έρευνα «Υπηρέτριες» η νομικός Ίρις Αυδή - Καλκάνη.
Μόνο που τις περισσότερες φορές οι ψυχοκόρες κάθε άλλο παρά για παιδιά της οικογένειας λογίζονται. Αυτό που τις κάνει να διαφέρουν από τις δούλες ή υπηρέτριες είναι μόνον η υπόσχεση του αφεντικού ότι θα τις προικίσει σαν έρθει η ώρα να αποκατασταθούν. Κατά τα λοιπά, προσφέρουν εαυτόν ολοκληρωτικά και αδιάλειπτα στις δουλειές του σπιτιού και στις υπηρεσίες των αφεντικών.
«...αι αρχόντισαι δια των θεραπαινίδων, τας οποίας προσελάμβανον ως ψυχοπαίδας (ή ψυχοκόρας) και αντί μισθού επροίκιζον όταν έφθανον εις ώραν γάμου, προητοίμαζον τον άρτον και τα του δείπνου» αναφέρει ο ιστορικός Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, ενώ ο ακαδημαϊκός του δεύτερου μισού του 19ου αι. Δ. Καμπούρογλου(ς) καταθέτει: «Η ψυχοκόρη εξοικονομούσα τα πάντα και εργαζόμενη από του μεσονυκτίου, ιδίως μαγείρευε και εζύμωνε [...] Οι κοπέλαις ειργάζοντο πολύ, από του μεσονυκτίου εγειρόμεναι. Όταν δεν είχον άλλον τι να πράξωσι, εξεμμάτιζον κουκκιά».
Οι δούλες/υπηρέτριες/ψυχοκόρες, λοιπόν, σπανίως ξεμυτίζουν και ακόμα σπανιότερα βλέπουν τις δικές τους οικογένειες, καθώς ούτε χρήμα διαθέτουν, ούτε και τη γνώση να μεταβούν στον τόπο απ' όπου κουβαλήθηκαν. Αν είναι τυχερές, δέχονται στη χάση και στη φέξη καμμία επίσκεψη συγγενή από το χωριό. Αλλά κι αυτό στα κλεφτά, γιατί βλέπεις οι... «ψυχογονείς» δεν επιτρέπουν το χασομέρι...
Αυτήν την εποχή, αντίστοιχη τύχη με τις ανήλικες επαρχιώτισσες έχει και κάθε έκθετο βρέφος που εγκαταλείπεται στην εξώπορτα κάποιας ευκατάστατης οικογένειας. Ακόμα και αργότερα, μετά την ίδρυση του Δημοτικού Βρεφοκομείου της Αθήνας (1859), όπου καταλήγουν τα ανεπιθύμητα βρέφη, αρκετοί είναι αυτοί που προσέρχονται για να αποκτήσουν ένα κοριτσάκι, το οποίο, θεωρητικώς, επιθυμούν να υιοθετήσουν, αλλά στην πραγματικότητα, προορίζουν για υπηρέτρια.
ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, ΜΙΚΡΕΣ ΝΙΚΕΣ
Το 1870, με έκτακτη αστυνομική διάταξη, εγκαινιάζεται το Βιβλιάριο Υπηρετρίας, όπου εγγράφεται το χρονικό διάστημα, που μία κοπέλα εργάστηκε σε κάθε σπίτι, αλλά και η διαγωγή της. Είναι προφανές ότι το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε ξαφνικά για τα κορίτσια. Απλώς, κάπως πρέπει να προστατέψει τα αφεντικά από εκείνες που θα τολμήσουν να σηκώσουν κεφάλι.
Δύο χρόνια μετά, με πρόταση της παιδαγωγού Πηνελόπης Κεχαγιά, ιδρύεται ο Σύλλογος Κυρίων υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως. Στόχος του Συλλόγου είναι η ίδρυση σχολείων και παρθεναγωγείων, όπου νοσοκόμες και κοπέλες που προέρχονται από την επαρχία και απασχολούνται ως υπηρέτριες στην πρωτεύουσα θα παίρνουν στοιχειώδεις γνώσεις αριθμητικής και γραφής. Αυτά τα προσόντα, βέβαια, είναι αδιάφορα για τα αφεντικά, που κρατούν τις κοπέλες δέσμιες στα σπίτια.
Η Εφημερίς των Κυριών της λόγιας φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρρέν εγκαινιάζει εκστρατεία υπέρ των καταπιεσμένων και κακοποιημένων κοριτσιών και το 1890 ιδρύει τη Σχολή της Κυριακής των απόρων γυναικών και κορασίδων του λαού, όπου γίνονται δεκτές και υπηρέτριες. Το μάθημα είναι από τις 13:00 έως τις 15:00 την Κυριακή. Οι κοπέλες ζητούν ολιγόωρη κυριακάτικη άδεια από τα αφεντικά τους, που δυσφορούν. «Μια εκμετάλλευσις μικρών παιδιών ενεργείται και εις την Ελλάδα ως εις τας βαρβάρους και απολιτίστους χώρας» δημοσιεύει σε λάβρο άρθρο της η Παρρέν και ξεσηκώνει τη μουδιασμένη κοινωνία.
Με την εφημερίδα των Κυριών να αποκρούει τις σαθρές αιτιάσεις περί αδυναμίας των υπηρετριών να απέχουν έστω και λεπτό της ώρας από την εργασία τους, οι περισσότεροι εργοδότες αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Οι υπηρέτριες πετυχαίνουν μία μικρή νίκη.
Το γύρισμα του αιώνα βρίσκει την υπηρεσία του σπιτιού σε καλύτερη θέση, αλλά ο δρόμος μπροστά είναι ακόμα μακρύς. Η εργατική τάξη σηκώνει κεφάλι και οι υπηρέτριες ελπίζουν πως το ξεκίνημα ενός τέτοιου αγώνα αφορά και τις ίδιες. Σύντομα θα απογοητευτούν, γιατί, βλέπεις, γενικά οι γυναίκες είναι δεύτερης κατηγορίας εργαζόμενες και δεν γίνονται δεκτές στα εργατικά σωματεία. Πόσω μάλλον οι υπηρέτριες, που δεν αναγνωρίζονται καν ως εργαζόμενες. Είκοσι χιλιάδες ταλαιπωρημένα κορίτσια (για την ακρίβεια, σύμφωνα με τη στατιστική του 1907, οι υπηρέτριες στην Ελλάδα είναι 19.491) εξακολουθούν να ζουν πίσω και μακριά από τον κόσμο... «Περί των υπηρετριών, περί των ατυχών αυτών υπάρξεων, περί ων ουδείς ποτέ νόμος εμερίμνησεν, ουδεμία αρχή συνεκινήθη, ουδέν σωματείον έλαβε την ελαχίστην μέριμναν» γράφει η Παρρέν.
Τώρα πια είναι πολλοί εκείνοι που μάχονται να μη χάσουν τη βολή τους... Στους πλουσίους έχουν προστεθεί και οι μισθοσυντήρητοι. Το ισχνό -ενίοτε και ανύπαρκτο- αντίτιμο της εργασιακής προσφοράς των «δουλικών» αφήνει ακόμα και στους μικρομεσαίους εργοδότες την πολυτέλεια να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες τους. Άλλωστε, η στέγη, η σίτιση και η υποχρέωση των δύο φορεμάτων τον χρόνο, εύκολα βγαίνουν. Έτσι, οι στερημένες κυρίες, που κάποτε ονειρεύονταν να τις... υπηρετούν, βρίσκουν την ευκαιρία να σκαρφαλώσουν κοινωνική βαθμίδα και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Τα χρόνια περνούν, αλλά η ζωή των υπηρετριών δεν υφίσταται και τρομακτικές αλλαγές προς το καλύτερο. Μόνο η κυριακάτικη έξοδος έχει καθιερωθεί, αλλά κι αυτή με περιορισμούς. Το κορίτσι αφήνεται ελεύθερο για λίγες ώρες μετά τη θεία λειτουργία. Επιτρέπεται να φορά ρούχα της αρεσκείας της, αρκεί να συνάδουν με την τάξη στην οποία ανήκει! Σε περίπτωση που τολμήσει να ντυθεί κατά τρόπον προσομοιάζοντα με την κυρά της, δέχεται σκωπτικά σχόλια ή και κακοποίηση!
Το 1920 ο αριθμός των υπηρετριών φτάνει τις 32.550 και σε λίγο, με την Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, θα αυξηθεί κατά περίπου 5.000. Κάποιες, λίγες, από τις προσφυγοπούλες θα τακτοποιηθούν σε πλουσιόσπιτα, όπου οι εργοδότες θα εκτιμήσουν τα προσόντα τους σε μόρφωση και οικοκυρική επιδεξιότητα. Οι περισσότερες θα πέσουν στη γνωστή κακομεταχείριση. Σε διήγημά της, η συγγραφέας Ιουλία Πετράκη περιγράφει τη δραματική ζωή 15χρονης ορφανής προσφυγοπούλας σε αθηναϊκό αρχοντικό. Το κορίτσι υφίστατο άγριο ξυλοδαρμό από την κυρά της, η οποία συχνότατα τη χτυπούσε ακόμη και με το τακούνι του παπουτσιού της! «Θεέ μου, Παναγία μου, Χριστέ μου! Κοντεύω δεκάξη χρονώ. Ως πότε, Παναγία μου, ως πότε πια θα με βαράει η κυρία...».
Το 1926, σε άρθρο της που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ελληνίς», η δημοσιογράφος και συγγραφέας Αθηνά Γαϊτάνου - Γιαννιού στηλιτεύει την «απάνθρωπη συμπεριφορά των εργοδοτών έναντι ανήλικων κοριτσιών, που έχουν στη δούλεψή τους», ενώ με δικό της κείμενο στο περιοδικό «Ο Αγώνας της Γυναίκας», η γγ του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, Μαρία Δεσύπρη - Σβώλου, διαμαρτύρεται σε έντονο ύφος για την κατάθεση προς συζήτηση στη Βουλή νομοσχεδίου περί της υγιεινής και της ασφάλειας των εργατών, από το οποίο, όμως, εξαιρούνται οι υπηρέτριες.
Ένας φως αχνοφαίνεται στο τέλος του δρόμου για τις ταλαιπωρημένες υπηρεσίες. Τώρα πια παίρνουν θέση και οι λόγιοι της εποχής. Σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Τα σκλαβάκια», ο Παύλος Νιρβάνας δημοσιεύει στην εφημερίδα «Εστία» της 9ης Ιουλίου 1926: «Είναι αστείον να υπάρχουν νόμοι περί εργασίας και προστασίας ανηλίκων εφαρμοζόμενοι εις καταστήματα, εργοστάσια, γραφεία, εργασίας της υπαίθρου και οι νόμοι αυτοί να σταματούν εις το κατόφλιον των σπιτιών. Εκτός αν με το να αναγνωρίζεται κανείς ως κύριος εν τω ιδίω αυτώ οίκω υπονοείται και ότι δικαιούται να είναι τύραννος, καταδυναστευτής και βασανιστής λευκών ανήλικων σκλάβων!».
Αλλά, αντί άλλης, ανθρωπινότερης αντιμετώπισης, το κράτος δείχνει εκ νέου την αναλγησία του. Το 1931 η Γενική Ασφάλεια επιβάλλει στις υπηρέτριες την έκδοση Βιβλιαρίου Ταυτότητας. Είναι η μόνη ταυτότητα, που για την έκδοσή της απαιτούνται έλεγχος ποινικού μητρώου και δαχτυλικά αποτυπώματα! Γι άλλη μια φορά, η πολιτεία προστατεύει τον εργοδότη, αναγνωρίζοντας (!) παραβατικότητα αποκλειστικά στην τάξη των υπηρετριών!
Λίγα κορίτσια είναι αυτά που τυγχάνουν μιας κάποιας εργασιακής ελάφρυνσης, που κι αυτή δεν επιβάλλεται από τις προθέσεις, αλλά από τις συνθήκες. Στα μεγάλα πλουσιόσπιτα, όπου οι δουλειές του νοικοκυριού είναι πολλές, μία κοπέλα, όσο εκπαιδευμένη κι αν είναι, δεν αρκεί. Μοιραία, οι υπηρέτριες είναι περισσότερες και μοιράζονται τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ως εκ τούτου και τα βάρη.
Σ΄ ΑΝΗΛΙΑΓΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΑΣ...
Ο νόμος του 1929 περί της οριζόντιας ιδιοκτησίας και της γενίκευσης της καθιέρωσης του σύγχρονου οπλισμένου σκυροδέματος χαρίζει στα αστικά κέντρα πολυτελείς μοντέρνες κατασκευές με δωμάτια φωτεινά, ανοίγματα στον δρόμο και μπαλκόνια. Ο σχεδιασμός της οικοδομής «δένει αρμονικά» με την κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής. Ευνοεί όλους τους χώρους ενός σπιτιού, εκτός από αυτούς που προορίζονται για την υπηρεσία. Το δικό της δωμάτιο-τρύπα, η δική της τουαλέτα-μινιατούρα, η δική της αθέατη σκάλα... Το δωμάτιο είναι ένα σκοτεινό και πνιγηρό εσωτερικό, όπου οριακά χωράει ένα στενό και κοντό κρεβάτι (προσαρμοσμένο στα μέτρα των ανήλικων κοριτσιών). Δίπλα του, συνήθως, βρίσκεται μία μικρή τουαλέτα, όπου ακόμη και η -έτσι κι αλλιώς- λιπόσαρκη υπηρέτρια, αν δεν προσέχει πώς θα μπει και πώς θα βγει, υπάρχει κίνδυνος να σφηνώσει! Κι όλ' αυτά σε απόσταση αναπνοής από το βασίλειό της, την κουζίνα με την αθέατη, την εσωτερική σκάλα «υπηρεσίας». Από εκεί είναι υποχρεωμένη να κατεβάζει καθημερινά τα σκουπίδια του νοικοκυριού, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Αυτή η εσωτερική σκάλα είναι και η μόνη διέξοδός της, αφού εκεί μόνον συναντιέται με τις υπηρεσίες των άλλων ορόφων και ανταλλάσσουν νέα από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η μεταπολεμική Ελλάδα παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Ένα έθνος υποτάσσεται στις αξιώσεις των ξένων κι αυτές, οι υπηρέτριες, παραμένουν υποταγμένες στις απαιτήσεις των δικών. Οι ομαδικές δράσεις υποστήριξης αδυνάτων απλώνονται σε μία ολόκληρη χώρα, που μαζεύει σιγά - σιγά τα κομμάτια της. Μόνο κάτι προοδευτικοί λογοτέχνες αντλούν την έμπνευσή τους αποκλειστικά από τις υπηρεσίες. Έχει προηγηθεί κι ένας εμφύλιος που άνοιξε ακόμη περισσότερο το πεδίο της αντιπαράθεσης με τους ανάλγητους εργοδότες...
«Εμένα που βλέπεις, κυρία, έχω περάσει πολλά βάσανα [...] Δέκα χρονώ ήμουνα δεν ήμουνα, όταν μπήκα σ΄ ένα σπίτι να κουνάω, λέει, το μωρό... Να κοιμάται η μάνα του κι εγώ να ΄χω το στρώμα πλάι στην κούνια και δωσ΄ του. Αλλοίμονο αν δεν ξυπνούσα ευτύς με την πρώτη φωνή. Σηκωνόταν η κυρία και με κατακεφάλιαζε...» γράφει στις «Κρίσιμες στιγμές» της η Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Το 1947, στη Γαλλία, ο αναρχικός θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ζενέ πυροδοτεί «ταξικό πόλεμο», παρουσιάζοντας το μονόπρακτο υπό τον τίτλο «Οι δούλες», όπου δύο καταπιεσμένες υπηρέτριες ονειρεύονται και σχεδιάζουν την εξόντωση της τυραννικής κυράς τους. Εκεί, η κοινή γνώμη περί τα δικαιώματα των υπηρετριών είναι διχασμένη από το 1930. Ο Ζενέ ανάβει, απλώς, ένα σπίρτο...
Στην -κατά τα λοιπά- δραστήρια θεατρικά Ελλάδα, πάντως, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετές δεκαετίες έως ότου ανέβει η συγκεκριμένη παράσταση. Εδώ μόλις που έχει αλλάξει η ματιά του Τύπου απέναντι στα βασανισμένα κορίτσια της οικιακής βιοπάλης... Το καλοκαίρι του 1955 η 14χρονη Σπυριδούλα Ράπτη, που εργάζεται από παιδούλα σε σπίτι του Πειραιά, μεταφέρεται σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο. Οι εργοδότες της την κατηγόρησαν ότι έκλεψε 50 δολάρια. Το κορίτσι αρνήθηκε σθεναρά την κατηγορία και εκείνοι για να την αναγκάσουν να... ομολογήσει, την έδεσαν σε μια καρέκλα και την έκαψαν με το σίδερο στο σώμα και το πρόσωπο! Ο εφημερίδες αφιερώνουν πρωτοσέλιδα στο δράμα της ανήλικης, προκαλώντας την οργή της κοινωνίας έναντι του ζεύγους των εργοδοτών, οι οποίοι εντέλει δικάζονται και καταδικάζονται σε πεντέμισι χρόνια φυλάκισης.
Πρέπει να περάσει ένας αιώνας για να κερδίσουν δυο ψήγματα συμπάθειας οι υπηρέτριες. Στο δεύτερο μισό του 20ού αι. αν και κραυγαλέα αργοπορημένη η φροντίδα του κράτους, έρχεται. Για αρχή απαλλάσσει από τα δεσμά τους τις πολύ μικρές ηλικίες. Αναγκαστικός νόμος του υφυπουργείου Εργασίας απαγορεύει την απασχόληση σε σπίτια κοριτσιών κάτω των 14 ετών (προϊόντος του χρόνου, το ηλικιακό όριο θα αυξάνεται και κάποτε τα κορίτσια θα απαγορεύεται να εργάζονται ως υπηρέτριες αν δεν ενηλικιωθούν).
Από τη δεκαετία του '60 -και με τη βοήθεια του σινεμά που πλασάρει την πολύ συγκεκριμένη φιγούρα της αγράμματης, αλλά καπάτσας υπηρέτριας- οι υπηρέτριες αναβαπτίζονται με συμπάθεια. Γίνονται «υπηρετριούλες», «κοπέλες» ή «κοριτσόπουλα» και παρότι εξακολουθούν να στέκονται αρκετά βήματα πίσω από τα κύρια μέλη της, δείχνουν να έχουν (σχεδόν) ενσωματωθεί στην οικογένεια.
ΑΠΕ - ΜΠΕ / Της Τόνιας Α. Μανιατέα