1912: η ιστορία ενός ελληνοαμερικάνου Μυτιληνιού εθελοντή
Γράφει ο Μάκης Μπεκιάρης
Θα σας διηγηθούμε την ιστορία του «μεγάλου ταξιδιού», ενός ελληνοαμερικάνου Λέσβιου, του φωτισμένου με την ελπίδα και την προσδοκία της προσφοράς, για μια πατρίδα που λίγο έζησε, μα ποτέ δεν ξέχασε. Αμούστακο παιδί ακόμα πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς για την Αμερική. Δούλεψε σκληρά δημιούργησε την δική του επιχείρηση και όταν ένοιωσε ότι η πατρίδα είχε ανάγκη χωρίς δεύτερη σκέψη ταξίδεψε να πολεμήσει για την απελευθέρωσή της.
Πήρε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, πολέμησε στην μάχη του Δρίσκου όπου και παρασημοφορήθηκε με μετάλλιο ανδρείας και ευτύχησε να δεί την απελευθέρωση της Λέσβου.
O Xαρίλαος Φραγκογιάννης (Harry Franco ), γεννήθηκε στο χωριό Φίλια της Λέσβου, στις 15/12/1888 και ήταν ένα από τα δώδεκα παιδιά της οικογενείας του. Η Φίλια τα χρόνια της εφηβείας του Χαρίλαου είχαν καταγεγραμμένους 3.000 κατοίκους. Από αυτούς 2.000 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι.
Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και οι υποδουλωμένοι Έλληνες υπέφεραν πολλά δεινά. Έτσι, έφηβοι ακόμα εκείνος και τα αδέλφια του Ευριπίδης, Αχιλλέας και Θαλασσινός έφυγαν από την Λέσβο για την Σμύρνη. Από κει αργότερα ταξίδεψαν για την Αμερική, όπου και εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Βοστώνη. Μετά τον καταστροφικό σεισμό και την ισοπέδωση της πόλης του Σαν Φρανσίσκο, το 1906, τα αδέλφια αποφασίζουν, να μετακομίσουν εκεί και να αρχίσουν μια καινούργια ζωή παράλληλη με την ανοικοδόμηση της πόλης.
Φτάνοντας εκεί ο Χαρίλαος και τα αδέλφια του άνοιξαν το πρώτο τους εστιατόριο στην Kearny Street, ενώ το πιο πετυχημένο του ήταν εκείνο του Crystal Palace που το εγκαινίασε το 1923. Οι δουλειές των αδελφών πήγαιναν περίφημα και είχαν αρχίσει να συνηθίζουν και να ενσωματώνονται στην νέα τους πατρίδα.
Στην Ευρώπη o Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπαγε. Η ομογένεια μαθαίνοντας τα γεγονότα ενεργοποιείται. Σε κάθε πολιτεία της Αμερικής γίνονταν συνελεύσεις, παίρνονταν αποφάσεις οικονομικής βοήθειας για την μητέρα πατρίδα ενώ παράλληλα άρχιζαν κατά ομάδες αλλά και ανεξάρτητα να επιστρέφουν οι πρώτοι έφεδροι μετανάστες για να πολεμήσουν με τις τάξεις του τακτικού στρατού καθώς και οι πολλοί εθελοντές.
Η Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσιγκτον στις 2 του Οκτώβρη του 1912, στέλνει τηλεγραφήματα στις κατά τόπους ελληνικές παροικίες καθώς και στις εφημερίδες των ομογενών, με τα οποία καλεί όλους εκείνους που είχαν υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό, από το 1896 μέχρι το 1911, να επιστρέψουν και να ενταχθούν στις τάξεις του ελληνικού στρατού.
Η κινητικότητα των ομογενών ήταν μεγάλη και γενική αναστάτωση και ενθουσιασμός επικρατούσαν. Επιτροπές οργανώνονταν με σκοπό να συγκεντρώσουν και να διαχειριστούν τα χρήματα των εράνων ώστε να δημιουργηθούν και να συντηρηθούν εθελοντικές μονάδες στρατιωτών που θα ταξίδευαν για να πολεμήσουν στο πλευρό του ελληνικού στρατού.
Οι ομογενείς που συγκεντρώθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας ήταν χιλιάδες. Ανεπίσημα στοιχεία της ελληνικής κοινότητας ανέφεραν ότι πάνω από 20.000 άτομα έφυγαν από τα λιμάνια της Αμερικής με προορισμό την Ελλάδα. Ήταν τόσο μεγάλο το κύμα του επαναπατρισμού των εθελοντών, που σε πολλές πολιτείες δημιουργήθηκε θέμα από την έλλειψη των ελληνικών εργατικών χεριών όπου αυτοί απασχολούνταν (γραμμές τραίνων, αγροτικές εργασίες κλπ).
Λειτουργίες γίνονταν σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες της Αμερικής, πριν την ομαδική αναχώρηση των εθελοντών και τις οποίες όλη η τοπική κοινότητα παρακολουθούσε συγκινημένη και παράλληλα κατακλυσμένη από περηφάνια και πατριωτικό ενθουσιασμό.
Συγκινητική η ιστορία Έλληνα ομογενή εργαζόμενου, στην κατασκευή γραμμών τραίνου, ο οποίος όταν κλήθηκε σαν έφεδρος να επιστρέψει για να πολεμήσει αδυνατώντας να αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής του και όντας πολύ υπερήφανος στο να ζητήσει να τον βοηθήσουν οικονομικά, έδωσε τέλος στην ζωή του από την ντροπή του.
Πολλοί Έλληνες μετανάστες που είχαν πάρει την αμερικανική υπηκοότητα στο μεταξύ μετά από τα χρόνια παραμονής τους, συγκεντρώνονταν έξω από κυβερνητικά γραφεία ζητώντας να την αποποιηθούν για να μπορέσουν έτσι και αυτοί να πολεμήσουν με τους υπόλοιπους. Ήταν καθημερινή η εικόνα ,ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ελληνοαμερικανών εθελοντών ντυμένων με στρατιωτικές στολές ,κουβαλώντας ελληνικές σημαίες, να αποχαιρετούν στις πλατφόρμες σιδηροδρομικών σταθμών τους κοντινούς τους ανθρώπους, να στοιβάζονται σε τραίνα και να αναχωρούν για την Ελλάδα.
Ο πρώτος λόχος εθελοντών που ταξίδεψε για την Ελλάδα ήταν ο Ιερός Λόχος εθελοντών Ν. Υόρκης, στις τάξεις του οποίου συμπεριλαμβάνονταν και πολλοί Λέσβιοι ομογενείς.
Ο Χαρίλαος δεν ήταν έφεδρος και έτσι δεν είχε κληθεί να πολεμήσει. Ένοιωσε όμως από την πρώτη στιγμή των γεγονότων πως ήταν καθήκον και τιμή του να επιστρέψει και να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Άφησε λοιπόν, την επιχείρηση στα χέρια των αδελφών του και ξεκίνησε το ταξίδι του για την Ελλάδα.
Ο Χαρίλαος είχε την αμερικάνικη υπηκοότητα και παράλληλα δεν μπορούσε να ακολουθήσει τμήματα εφέδρων. Επίσης ήταν τόσοι οι εθελοντές, που είχαν συγκεντρωθεί , που η ελληνική κυβέρνηση με ανακοίνωσή της ειδοποιούσε ότι δεν χρειάζονται άλλοι παρά μονάχα αν ήταν εκπαιδευμένοι, είχαν ιματισμό και οικονομική δυνατότητα για την σίτισή τους.
Η οργάνωση των εθελοντών της Λεσβιακής Φάλαγγας, δεν είχε ακόμα ξεκινήσει και έτσι ο Χαρίλαος κατορθώνει να «διεισδύσει» στο πρώτο σώμα εφέδρων που έφυγε οργανωμένα για την Ελλάδα στις 14 Οκτώβρη του 1912. Με ένα ειδικά διαμορφωμένο τραίνο ταξίδεψε μαζί τους από το Σαν Φρανσίσκο στην Ν Υόρκη.
Από κει με χιλιάδες άλλους Έλληνες πατριώτες επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο ΑΡΤΖΕΝΤΙΝΑ με προορισμό την Ελλάδα και ενδιάμεσες στάσεις την Αλγερία την Νάπολη την Πάτρα και τον Πειραιά. Ο Χαρίλαος δεν ακολούθησε μέχρι τέλους της διαδρομής του ταξιδιού του το ΑΡΤΖΕΝΤΙΝΑ. Λόγω του ότι παράτυπα ταξίδευε με τους εθελοντές αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πάτρας. Εκείνες τις μέρες στο λιμάνι της Πάτρας γινόταν η ανασυγκρότηση της λεγεώνας των Γαριβαλδινών.
Οι Γαριβαλδινοί ή Γαριβάλδηδες, αρχικά ήταν ένα εθελοντικό σώμα από ρομαντικούς Ιταλούς πολεμιστές, που είχε ιδρυθεί το 1862 και μεταξύ άλλων πολέμησε για την απελευθέρωση της Κρήτης το 1897. Ονομαζόντουσαν και «Ερυθροχίτωνες» από το χρώμα του χιτώνα τους που ήταν κόκκινο για να μην φαίνεται το αίμα. Οι μαχητές αυτοί δεν σταματούσαν να πολεμούν ακόμα και αν τραυματιζόντουσαν! Ιδρυτής τους ήταν ο Τζιουζέπε Γκαριμπάντι, ένας Ιταλός πατριώτης που πίστευε στην ελευθερία σαν πανανθρώπινο αγαθό. Γι’ αυτό δεν πολέμησε μόνο για την πατρίδα του αλλά και για την ελευθερία πολλών άλλων λαών. Βάσει του καταστατικού ίδρυσης της λεγεώνας τασσόταν και μαχόταν στο πλευρό όλων εκείνων που πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους.
Στα μάτια του Χαρίλαου η λεγεώνα ήταν η λύση στο πρόβλημά του…Κατατάσσεται στις τάξεις της και μαζί τους συνεχίζει το ταξίδι για την Αθήνα. Φτάνοντας ο Χαρίλαος στέλνει γράμμα στους δικούς του πίσω στη Αμερική και τους διηγείται την θριαμβευτική υποδοχή ηρώων που τους είχε γίνει. Στα μάτια των Ελλήνων μονάχα σεβασμός και περηφάνια υπήρχαν, για αυτούς που εγκατέλειψαν τόσα πολλά για να γυρίσουν στην πατρίδα και να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για αυτήν.
Στρατοπέδευσαν σε ένα γυμνάσιο, που είχε δοθεί για να καλύψει τις ανάγκες της στέγασης του στρατού και για τρείς βδομάδες, εκπαιδευόντουσαν καθημερινά λαμβάνοντας μέρος σε στρατιωτικά γυμνάσια. Τελειώνοντας την εκπαίδευσή του ,ακολούθησε τους ερυθροχίτωνες του Γαριβάλδη στην Ήπειρο και έλαβε μέρος στην αιματηρή μάχη του Δρίσκου τον Νοέμβρη του 1912.
Το όρος Δρίσκος, βρίσκεται κοντά στα Γιάννενα, και ήταν ένα από τα κάστρα που έπρεπε να κυριευθούν για την απελευθέρωση της πόλης. Εκεί έφθασαν πρώτα οι Έλληνες Γαριβαλδινοί με επικεφαλής το Συνταγματάρχη Αλέξανδρο Ρώμα. Ήταν το πρωί της 26ης Νοεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Στυλιανού και το Μπιζάνι βρισκόταν σε στενή πολιορκία. Αμέσως ρίχτηκαν στη μάχη.
Μετά από δίωρο συμπλοκή οι πολυάριθμοι Τούρκοι αντίπαλοι τους τράπηκαν σε άτακτο φυγή και σκορπίστηκαν έντρομοι στην πεδιάδα των Ιωαννίνων, εγκαταλείποντας ακόμα και τα όπλα τους. Πολλοί απ’ αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Η νίκη ήταν μεγάλη και ενθουσίασε τους μαχητές. Ο ενθουσιασμός τους όμως έγινε μεγαλύτερος το βράδυ της ίδιας μέρας όταν είδαν με χαρά να καταφθάνει ο Στρατηγός Γαριβάλδης με τους Φιλέλληνες Ερυθροχίτωνες καθώς και με εθελοντές από τη Κρήτη. Οι μαχητές δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύκτα. Φρόντισαν για την οχύρωση της τοποθεσίας που κατείχαν. Το ίδιο έκαναν όμως και οι Τούρκοι ανοίγοντας ορύγματα και τοποθετώντας απέναντι από το Δρίσκο τα τηλεβόλα τους.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε φαινομενικά ήρεμη. Στις 09.00 όμως το πρωί άρχισε δριμύτατος βομβαρδισμός από το Τουρκικό πυροβολικό ενώ ένα ισχυρό Τουρκικό σώμα από το χάνι της Λεύκας άρχισε να κινείται εναντίον τους. Μετά το μεσημέρι η δύναμη των Γαριβαλδινών ενισχύθηκε με τρία πεδινά πυροβόλα που παρά την παλαιότητα τους αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμα. Η μάχη συνεχίσθηκε φονικότατη. Πολλοί μαχητές είχαν τραυματιστεί. Όσοι όμως μπορούσαν συνέχιζαν να μάχονται κρατώντας σθεναρά τις θέσεις τους. Την επομένη μέρα δηλαδή στις 28 Νοεμβρίου κατέφθασαν ενισχύσεις του εχθρού. Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι και ισχυρές πυροβολαρχίες. Η κατάσταση ήταν απελπιστική και τα πυρομαχικά μετά από τριήμερη μάχη σε πολλά σημεία είχαν εξαντληθεί.
Ο αγώνας ήταν άνισος οι απώλειες μεγάλες και τελικά η ηττημένη ελληνική μεριά υποχωρεί. Την αιματηρή αυτή μάχη έζησε από την αρχή μέχρι το τέλος ο Χαρίλαος. Άμαθος από πόλεμο έμελλε να δεχθεί το βάπτισμα του πυρός σε αυτήν την σκληρή μάχη.
Ο Χαρίλαος σημαδεύτηκε από τον αγώνα εκείνων των ημερών και συγκλονισμένος διηγιόταν, «το θέαμα των νεκρών και των τραυματιών ήταν φοβερό» και συνέχιζε «οι περισσότεροι από τους συντρόφους έπεφταν νεκροί, άλλοι θανάσιμα τραυματισμένοι ουρλιάζοντας παρακαλώντας είτε να τους βοηθήσουν ανακουφίσουν τον πόνο τους είτε να τους σκοτώσουν λυτρώνοντάς τους από το μαρτύριό τους. Εκείνες τις στιγμές όμως ο καθένας ήταν για τον εαυτό του, το να δείλιαζες σήμαινε αυτοκτονία» τέλειωνε την διήγησή του.
Με τις αποδεκατισμένες μονάδες και τους τραυματίες επέστρεψε στην Αθήνα. Η λεγεώνα των Γαριβαλδινών μετά την μάχη του Δρίσκου διαλύεται, οι μάχες στην ηπειρωτική χώρα μαίνονταν ενώ σε εξέλιξη βρίσκονταν οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης των νησιών.
Τα γεγονότα στο αγαπημένο του νησί την Μυτιλήνη είχαν πάρει άλλη τροπή. Μετά την αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών και του στρατού στις 8/11/1912, έγινε η παράδοση των οθωμανικών αρχών και όλη η πόλη μέσα στο γενικότερο κλίμα ενθουσιασμού σημαιοστολίστηκε, ενώ επίσημη δοξολογία πραγματοποιήθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αθανασίου. Η απελευθέρωση της πόλης της Μυτιλήνης ήταν πια γεγονός.
Δύο μέρες αργότερα το οπλιταγωγό Μακεδονία αγκυροβόλησε έξω από το Πλωμάρι και οι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς των κατοίκων. Σταδιακά συνεχίστηκε και η απελευθέρωση και του υπόλοιπου νησιού. Λόγω της στρατιωτικής υπεροχής του τούρκικου στρατού στο νησί- που οπισθοχωρούσε και ανασυγκροτούνταν στα ενδότερα της Λέσβου - αποφασίστηκε να μη γίνει η τελική σύγκρουση, πριν φτάσουν ενισχύσεις σε άνδρες και πολεμοφόδια, καθώς ο ελληνικός στρατός που υπήρχε στο νησί ήταν περίπου 1600 άτομα.
Είναι οι μέρες που καταφθάνει στο λιμάνι της Μυτιλήνης η Λεσβιακή Φάλαγγα και πολλοί άλλοι Λέσβιοι εθελοντές και φοιτητές από την Αθήνα για να βοηθήσουν πολεμώντας για την απελευθέρωση του νησιού. Παράλληλα φτάνει και ο Ταγματάρχης Παυλόπουλος με τους άνδρες του. Οι 3200 περίπου άνδρες ξεκινούν την πορεία τους.
Δημιουργούνται η αριστερά και η δεξιά φάλαγγα οι οποίες οδεύοντας από διαφορετικές μεριές ξεκινούν με σκοπό να συναντηθούν στους Λάμπου Μύλους κοντά στο μουσουλμανικό χωριό Κλαπάδο, όπου είχαν οχυρωθεί οι οθωμανικές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Το οθωμανικό στρατόπεδο του Κλαπάδου δεν θα μπορέσει να αντέξει για πολύ στις επιθέσεις του ελληνικού στρατού και τις εύστοχες βολές του πυροβολικού που ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου. Το πρωτόκολλο παραδόσεως του οθωμανικού στρατού θα υπογραφόταν το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1912 στο ύψωμα Πετσοφάς, νοτιοανατολικά του Κλαπάδου.
Ο Χαρίλαος μαθαίνοντας τα παραπάνω γεγονότα βρίσκει ότι ήταν η καταλληλότερη στιγμή να ταξιδέψει στην Μυτιλήνη για να βοηθήσει με όποιον τρόπο για την πλήρη απελευθέρωση της. Ήταν ένας εμπειροπόλεμος στρατιώτης πια και μάλιστα παρασημοφορημένος για την ανδρεία που επέδειξε στην μάχη του Δρίσκου.
Ο Χαρίλαος έφτασε στο λιμάνι της Μυτιλήνης συγκινημένος με βουρκωμένα μάτια και μνήμες χρόνων στο μυαλό του. Στην ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη η ελπίδα και προσδοκία καλύτερων ημερών. Οι εορτασμοί που παντού γίνονταν συνεπήραν τον Χαρίλαο από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο νησί. Μαζί με άλλους βάδιζε σε δρόμους γεμάτους ελληνικές σημαίες που κυμάτιζαν, ενώ μόνο χαμογελαστούς ανθρώπους συναντούσε κανείς.
Ο Χαρίλαος περιελήφθη στις τάξεις του στρατού πήρε μέρος στους εορτασμούς, ώσπου κλήθηκε να ηγηθεί ομάδας 25 ατόμων που σκοπό είχαν την περιφρούρηση της γενικότερης περιοχής της γύρω από τη Φίλια. Ήξερε πολύ καλά την τοπογραφία της γύρω περιοχής μιας και ήταν η γενέτειρά του, πράγμα που τον έκανε πολύτιμο, εκείνες τις μέρες.
Ο ίδιος ήλπιζε να μπορέσει μέσα από την αποστολή που του είχε ανατεθεί να προσφέρει κάτι στην απελευθέρωση της ιδιαιτέρας του πατρίδας. Πολύ γρήγορα ο Χ και η ομάδα του κατάφεραν να αφοπλίσουν τους εναπομείναντες Τούρκους, πράγμα που τον έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη Φίλια. Και η πολυπόθητη στιγμή για τον Χαρίλαο ήρθε, η ώρα που κατηφορίζοντας τον δρόμο και ξαναζώντας τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας πέτρα-πέτρα, δέντρο-δέντρο βάδισε προς το πατρικό του σπίτι.
Τα πρώτα σπίτια του χωριού είχαν φανεί, οι κάτοικοι όλοι αμπαρωμένοι και φοβισμένοι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βαριά βήματα των στρατιωτών. Τα μόνα ανάλαφρα ήταν του Χαρίλαου. Το πάτημα του, ήταν εκείνο του παιδιού που έτρεχε στα δρομάκια του χωριού παίζοντας. Ξεχώριζε και θυμόταν ένα –ένα τα σπίτια των συγχωριανών του που έβρισκε στο διάβα του, την πλατεία του χωριού, το σχολείο, την εκκλησία και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει ήδη μπροστά στο πατρικό του.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του όταν το είδε να ξεπροβάλλει ερημωμένο. Δεν ακούγονταν κανένας ήχος όταν έσπρωξε την παλιά ξώπορτα και δρασκέλισε μέσα. Με τα υγρά του μάτια ξεχώρισε οκτώ άτομα στα γόνατα να προσεύχονται. Πλησιάζοντας αναγνώρισε τον πατέρα και την μάνα του καθώς και τις τρείς αδελφές και τους τρείς αδελφούς του. Με το τρίξιμο της παλιάς πόρτας που άνοιξε γύρισαν όλοι προς το μέρος του με φοβισμένο βλέμμα.
Τι δεν είχαν ζήσει αυτοί οι άνθρωποι τόσα χρόνια πού έλειπε μακριά τους. Τι να πρωτοθυμηθούν; Την μέρα που αποχαιρέτισαν τα τέσσερα αγόρια τους; την λαχτάρα αλλά και το κλάμα που πότιζε τα γράμματα τους από την ξενιτιά; Τον φόβο και το πανικό τους όταν οι Τούρκοι έδειχναν το σκληρό τους πρόσωπο…; Τις μέρες της ομηρείας τους μαζί με άλλες καλοβαλμένες οικογένειες του χωριού..; ή την αγωνία τους μέχρι ο πατέρας του Χαρίλαου να πληρώσει 100 δολάρια για να τους απελευθερώσει….;
Να γιατί έστεκαν αποσβολωμένοι, να τον κοιτούν ….
Τότε ο Χαρίλαος με τη καρδιά του έτοιμη να σπάσει από αγωνία τους μιλά ρωτώντας τους, «δεν με γνωρίζετε; Eγώ είμαι ο Χαρίλαος..» Η μάνα πρώτη σηκώνει το βλέμμα και εστιάζει στον μελαχρινό άνδρα με το λεπτό μουστάκι που έχει απέναντί της. Ψάχνει να βρει σημάδια του έφηβου γιού που αποχαιρέτισε και του στρατιώτη που τους μιλά. Κάτι φτερουγίζει μέσα της, η καρδιά της μάνας που λαχταρά το σπλάχνο της μα και ο φόβος μήπως διαψευστεί… Πλησιάζει και άλλο θαρρείς και η μυρωδιά του, θα της αποκαλύψει κάτι και με τρεμάμενη φωνή και την μυτιληνιά της προφορά του λέει, κοιτώντας τον στα μάτια, για να πάρει την απάντηση που θέλει, εκείνη που θα την πείσει ότι είναι ο ξενιτεμένος της γιός, «μα ο Χαρίλαος είναι στην Αμερική…».
Εκείνος με αναφιλητά πια ξεσπάει, « εγώ είμαι μάνα». Δεν μπόρεσε να ξεστομίσει τίποτα άλλο, το μόνο που ήθελε να χωθεί στην δικιά της αγκαλιά και των υπολοίπων. Τα πόδια του λύγισαν έπεσε στα γόνατα δίπλα στους δικούς του και χάθηκε στην στιγμή….
Πώς να περιγράψει κανείς τις στιγμές μετά την αναγνώριση του…οι γονείς και τα αδέλφια του κρεμάστηκαν στον λαιμό του και όλοι μαζί αγκαλιασμένοι έκλαιγαν ώρες μην πιστεύοντας ακόμα πως τον είχαν εκεί μπροστά τους. Μέρες χρειάστηκαν, μπροστά στο τζάκι, να τους περιγράφει όσα έζησε στην Ελλάδα μέχρι κείνη την στιγμή, την φρίκη του πολέμου που έζησε, την περηφάνια του όταν πήρε το πρώτο του παράσημό, την λαχτάρα του στο καράβι που τον έφερνε στην Μυτιλήνη από την Αθήνα αλλά και την ζωή την δική του και των αδελφών του στην Αμερική.
Άυπνο από ένταση τον βρήκε το επόμενο πρωινό της άφιξης του στη Φίλια τον Χαρίλαο. Όταν χάραξε, μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες, έφτασε στην εκκλησιά των Ταξιαρχών που από το πρωί είχε γεμίσει από τους κατοίκους του χωριού και όλοι μαζί παρακολούθησαν την δοξολογία με αφορμή την νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
« Ήμασταν οι ήρωες της πόλης στα μάτια τους ήμασταν τα λιοντάρια της νίκης» διηγείται ο Χαρίλαος και συνεχίζει «μας έραναν με λουλούδια καθώς περνούσαμε από τους δρόμους και ήταν τόσα πολλά που το άρωμά τους έμενε πάνω στις σκονισμένες και βρώμικες στολές μας».
«Δεν κοιμόμασταν πια στα παραπήγματα. Οι νοικοκυραίοι μας έδιναν τα κρεβάτια τους ενώ οι ίδιοι έπεφταν να κοιμηθούν στο πάτωμα για να μας ευχαριστήσουν» θυμόταν. Μετά από 400 χρόνια η Φίλια όπως και η υπόλοιπη Λέσβος ήταν ελεύθερη. Εκατοντάδες αρνιά παντού στο νησί σφάζονταν και ψήνονταν για να ταΐσουν τους στρατιώτες ενώ σταφύλια και ελιές έφταναν με τα καλάθια για να τους ευχαριστήσουν.
Μετά τους πανηγυρισμούς ξεκίνησε η πορεία της ομάδας του Χαρίλαου πίσω στην Μυτιλήνη που σε όλη την διαδρομή κάτοικοι επευφημούσαν ζητωκραυγάζοντας παρατεταγμένοι στις μεριές του δρόμου. «Μουσική ακούγονταν από παντού και αυτοσχέδια γλέντια και χοροί στήνονταν όπου οι όμορφες κοπελιές των χωριών χόρευαν γελαστές μαζί μας».
Φτάνοντας στην Μυτιλήνη και έτοιμος για νέες μάχες και νίκες ο Χαρίλαος διαπίστωσε ότι εκείνο τον καρό δεν υπήρχε ζήτηση για εθελοντές παρά μονάχα για εφέδρους. Έτσι γύρισε στη Φίλια έμεινε κάποιους μήνες με την οικογένειά του και αργότερα επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο.
Οι επισκέψεις του όμως στην Μυτιλήνη δεν θα τέλειωναν …για τα επόμενα χρόνια. Επέστρεψε στην Αμερική τέλη του 1913. Μερικούς μήνες αφότου επέστρεψε μια ηλικιωμένη φτωχή μυτιληνιά κυρία συνήθιζε να περνά από το εστιατόριο. Ο Χαρίλαος ήταν πάντα ευγενικός και γενναιόδωρος. Έτσι όταν διαπίστωσε ότι η ηλικιωμένη συμπατριώτισσά του επιθυμούσε να επιστρέψει στην κοινή τους γενέτειρα αλλά δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα χρήματα του εισιτηρίου της επιστροφής, αναλαμβάνει εκείνος να της πληρώσει το εισιτήριο και να την συνοδέψει μάλιστα σε κείνο το υπερατλαντικό ταξίδι.
Αυτό το ταξίδι του επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις και καρμικές συναντήσεις …Θα γνώριζε την Ουρανία Αλισσάφου κατά την διάρκεια εκείνης της επίσκεψής του, η οποία θα έμελλε να ήταν η σύντροφος της ζωής του μέχρι τον θάνατό του. Την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, και πολύ σύντομα θέλησε να γνωρίσει και την οικογένειά της. Δυστυχώς οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει για τον Χαρίλαο και ειδικά το γεγονός ότι ταξίδεψε με μια γυναίκα από την Αμερική, τους είχαν δημιουργήσει πολύ αρνητικές εντυπώσεις.
Παρόλο που προσπάθησε διεξοδικά να τους εξηγήσει τον λόγο που ταξίδευε με κείνη την γυναίκα, με πρόφαση το νεαρό της ηλικίας της Ουρανίας αρνήθηκαν να τους δώσουν την άδεια να παντρευτούν. Για να τον δοκιμάσουν λοιπόν έκαναν μια συμφωνία μαζί του. Θα γύριζε στην Αμερική και αν ένα χρόνο μετά ήθελε ακόμα να μοιραστεί την ζωή του με την Ουρανία θα επέστρεφε και θα την ζητούσε σε γάμο. Έτσι και έγινε. Το 1916 ο Χαρίλαος ξαναταξίδεψε από την Αμερική στην Μυτιλήνη, παντρεύτηκε την Ουρανία και έφυγαν μαζί για το Σαν Φρανσίσκο.
Η πρώτη κόρη τους, η Στέλλα θα γεννηθεί τον Αύγουστο του 1917 και θα ακολουθήσουν η Βίκυ και ο Βενιζέλος ο οποίος πήρε το όνομα του από τον νονό του Ελευθέριο Βενιζέλο, που σε κάποια επίσκεψή του στην Αμερική, φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του Χαρίλαου. Η Ουρανία ήταν έγκυος και ο Χαρίλαος ζήτησε από τον Βενιζέλο να του βαφτίσει το παιδί όταν με το καλό θα γεννιόταν. Εκείνος δεν αρνήθηκε και μάλιστα σε επόμενο ταξίδι του τον βάφτισε δίνοντας του το δικό του όνομα. Ο μικρός Βενιζέλος μεγαλώνοντας πολέμησε σαν ναύτης κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κάνοντας πολύ περήφανο τον πατέρα του.
Μετά την κρίση του 1929 και παρόλο που έκαναν φιλότιμες προσπάθειες ο Χαρίλαος και τα αδέλφια του δεν κατάφεραν να σώσουν το εστιατόριό τους. Ο Χαρίλαος τότε αποφάσισε για μια ακόμα φορά να μετακομίσει. Ήταν ήδη 41 χρονών, μα η καρδιά του πέταγε με κάθε νέα πρόκληση. Φτάνει στο Πάλο Άλτο και με τον ενθουσιασμό και την επιμονή που μια ζωή τον κατείχε ανοίγει μόνος του ένα νέο εστιατόριο το οποίο είχε τεράστια επιτυχία.
Ο Χαρίλαος όπου και αν βρισκόταν, πάντα σκεπτόταν σαν Έλληνας πονούσε και λάτρευε την πατρίδα του. Από πολύ νωρίς είχε ενεργή συμμετοχή στις ελληνικές οργανώσεις της Αμερικής. Όταν δημιουργήθηκε η AHEPA, ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε σε αυτήν και μετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις της, μέχρι τον θάνατό του. Ήταν επίσης και σημαίνων μέλος της Hellenic Liberal League. Συμμετείχε και ενίσχυε οικονομικά την ελληνική παροικία σε ότι και αν εμπλεκόταν, είτε αφορούσε ανέγερση εκκλησιών και σχολείων, είτε υποστήριξη νεοφερμένων μεταναστών. Έμεινε γενναιόδωρος και στις καλές οικονομικές του μέρες αλλά και στις δύσκολες εθνικές και δικές του.
Η τελευταία επιχείρηση του ήταν μια κάβα ποτών στο Fisherman's Wharf. Ήταν Σεπτέμβρης του 1967. Ο Χαρίλαος ήταν 79 χρονών. Είχε ζήσει να δει εγγόνια είχε στο πλάι του πάντα την Ουρανία του, να μοιράζεται μαζί της καλές και κακές στιγμές και ο χρόνος τον είχε σεβαστεί. Οι αντοχές του πολλές, καθημερινά δούλευε στο μαγαζί του και χαιρόταν την ζωή που μόχθησε πολύ να στήσει. Έπεσε πολλές φορές και άλλες τόσες σηκώθηκε και συνέχισε.
Εκείνο το πρωινό της 20 ης Σεπτεμβρίου θάταν το τελευταίο που έβλεπε. Κάποιος θα έμπαινε στο μαγαζί του με σκοπό να το ληστέψει. Εκείνος θαρραλέος όπως πάντα θα τον εκδιώξει και θα τον καταδιώξει χωρίς όμως να καταφέρει να τον πιάσει. Όμως λίγη ώρα αργότερα ο επίδοξος κλέφτης θα επέστρεφε με όπλο αυτήν την φορά και θα τον δολοφονούσε μέσα στο ίδιο του το μαγαζί.
Εκεί τέλειωνε το κεφάλαιο της ζωής του. Πολλές ζωές μέσα σε ογδόντα χρόνια. Οπλισμένος από την φύση με ψυχικό σθένος, με εργατικότητα, με επιμονή, με αισιοδοξία, ταγμένος από παιδάκι να παλεύει για ότι ποθούσε ονειρευόταν και αγαπούσε κατάφερε πολλά και αξιοζήλευτα. Μια ζωή, ενός Έλληνα στην καρδιά και τον νου, πατριώτη που ΠΟΤΕ δεν ξερίζωσε από μέσα του την αγάπη του για την πατρίδα του.
Μάκης Μπεκιάρης / Lesvosoldies.gr
Σημείωση: Τα στοιχεία της παραπάνω ιστορίας προέρχονται από έρευνα και αντίστοιχο άρθρο που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα www.sanfranciscogreeks.com ο Dimitrios Loukas (Greek Historical Society) καθώς και από συνέντευξη του Harry Franco που παραχώρησε στην εφημερίδα San Francisco chronicle το 1913, μόλις επέστρεψε στην Αμερική μετά την απελευθέρωση της Λέσβου.