Πασχαλία Τραυλού: «Από τις γυναίκες συγγραφείς απαιτούνται πολύ περισσότερα διαπιστευτήρια»
- «Την ελπίδα θα συνεχίσει πάντα να την προσφέρει η τέχνη.»
- «Ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονται είναι αντιστρόφως ανάλογος προς τη δυναμική απορρόφησης από την αγορά.»
Συνέντευξη της Πασχαλίας Τραυλού στη Ράνια Μπουμπουρή
Η Πασχαλία Τραυλού (γενν. 1970, Τρίπολη Αρκαδίας) σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προχώρησε σε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας, κι εργάζεται ως υψηλόβαθμο στέλεχος του δημόσιου τομέα. Τα προηγούμενα δέκα μυθιστορήματά της συγκαταλέγονται ανάμεσα στα ευπώλητα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, έχοντας ξεπεράσει συνολικά τα 350.000 αντίτυπα. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του νέου μυθιστορήματός της, Φιλί στα μάτια (Εκδ. Διόπτρα), η δημοσιογράφος-συγγραφέας Ράνια Μπουμπουρή συζήτησε μαζί της για το νέο της αυτό βιβλίο, για τη μέχρι σήμερα πορεία της στη συγγραφή, για το εκδοτικό τοπίο των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας, αλλά και για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης.
Κυρία Τραυλού, η ιστορία του νέου σας μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, ένα μέρος και στη Γαλλία, από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου μέχρι σχεδόν τις μέρες μας. Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή, που πυροδότησε την έμπνευσή σας;
Αναμφίβολα η Ελλάδα και δη τα υπέροχα νησιά της αποτελούν συχνά το φόντο των βιβλίων μου. Στη Ματζίκα της αγάπης ήταν η Λήμνος, στη Γυναίκα του φάρου η Φολέγανδρος, στο Έστω μια φορά οι Σπέτσες. Οι προορισμοί των διακοπών μου συνήθως μου προσφέρουν ερεθίσματα. Στην προκειμένη περίπτωση, πέρα από την Άνδρο, που αποτελεί φόντο του βιβλίου, το τοπίο της Νορμανδίας με παρακίνησε να μεταφέρω ένα μέρος της δράσης μου εκεί. Η ένταξη της ηρωίδας μου της Μάχης στο σκληρό τοπίο του ιδιωτικού σχολείου, όπου διαδραματίζεται ένα βασικό κομμάτι της πλοκής, μου πρόσφερε μια σκηνοθετική και συγγραφική ελευθερία στο βιβλίο.
Στη διάρκεια των δεκαετιών αυτών, σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Πώς αποτυπώνεται αυτό στο βιβλίο σας;
Η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία έχει όντως αλλάξει, ιδίως μετά την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών, τη θεσμική κατάργηση της προίκας, την άμβλυνση προκαταλήψεων που ακόμη βρίθουν στις ανατολικές κοινωνίες, την ένταξή της στην εργασιακή αγορά και την καθιέρωση εκείνης της νομοθεσίας που, έστω θεωρητικά, την αντιμετωπίζει ως ισότιμη με τον άντρα στην ελληνική κοινωνία. Όντως βήματα έχουν γίνει πολλά και το διαπιστώνουμε ακόμη και στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου παρατηρείται μια έκρηξη βιβλιοπαραγωγής διά χειρός γυναικών, οι οποίες όμως απαιτείται να δώσουν πολύ περισσότερα διαπιστευτήρια και αμφισβητούνται οι προθέσεις και οι ικανότητές τους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι των αντρών συγγραφέων. Η γυναίκα έχει αποκτήσει οντότητα ξεκινώντας από το μηδέν, αφού κατάφερε να διεκδικήσει και άλλους ρόλους πέρα από αυτούς της νοικοκυράς και της μάνας. Ωστόσο, διέσχισε –και συχνά ακόμη διασχίζει– μια ομίχλη ενοχών κάθε φορά που εγκατέλειπε έστω για λίγο τους επιβεβλημένους κοινωνικά ρόλους της ή τολμούσε να υπηρετήσει παράλληλα τις άκρως προσωπικές της φιλοδοξίες. Ακόμη και σήμερα όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής», τα στεγανά εκείνα που εμποδίζουν μια γυναίκα να φτάσει 100% στις επιδιώξεις της με εμπόδιο το ίδιο της το φύλο, δίχως πια να υπάρχει κάποιο εμπόδιο θεσμικού χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα η Βουλή και τα σώματα ασφαλείας ανδροκρατούνται ή ότι στις πολυεθνικές εταιρείες οι θέσεις των υψηλόβαθμων στελεχών είναι ανδροκρατούμενες, ενώ οι γυναίκες βρίσκονται χαμηλότερα στην ιεραρχία. Το Φιλί στα μάτια αποτελεί σε ένα δεύτερο επίπεδο μια διαδρομή στο θέμα της σωματικής, λεκτικής και ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών από το 1922. Από τον βιασμό μιας υπηρέτριας σε ένα πλουσιόσπιτο και τον εξαναγκασμό σε έκτρωση ενός ανεπιθύμητου από τον πατέρα εμβρύου, αναφέρεται στη γυναίκα του σήμερα και στα καραβάνια του trafficking που επιβεβαιώνουν ότι τα χρόνια περνούν μα η γυναίκα παραμένει δυστυχώς για κάποιους εκμεταλλεύσιμο ή ακόμη και εμπορεύσιμο είδος. Από τον εξαναγκασμό σ’ έναν ανεπιθύμητο γάμο λόγω συμφερόντων, στον βιασμό μιας κοπέλας για αρρωστημένους λόγους. Το ότι η γυναίκα απέκτησε στην εποχή μας το δικαίωμα να εργάζεται και να εκφράζεται μέσω της τέχνης δυστυχώς δεν μπορεί να αποτελέσει κατά την άποψή μου αντίβαρο στην κάθε μορφή βίας που συνεχίζει να υπομένει. Και ναι, στην Ελλάδα ως προς αυτό το ζήτημα, έχει διανυθεί μια αξιόλογη πορεία. Και μόνο το γεγονός όμως ότι εντοπίστηκαν στα hot spots φαινόμενα κλειτοριδεκτομών σε ανήλικα κορίτσια, εμένα κάτι μου αποδεικνύει...
Να σταθούμε λίγο στο trafficking: χωρίς να είναι το κύριο θέμα του βιβλίου, επιτελεί καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Πόσο σας δυσκόλεψε η προσέγγισή του;
Το trafficking, ή αλλιώς διεθνική διακίνηση ανθρώπων με σκοπό κατά κύριο λόγο την κάθε λογής εκμετάλλευση, με κορωνίδα την πορνεία, είναι ένα από τα θέματα που μελέτησα τόσο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, όπου ολοκλήρωσα το πρώτο μεταπτυχιακό μου, όσο και στο δεύτερο, στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας, στο οποίο αποτέλεσε και τη διπλωματική μου εργασία η συγκριτική μελέτη τρόπων αντιμετώπισης του trafficking ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Είχα την τύχη, μάλιστα, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου να έχω εξαιρετικούς καθηγητές που δεν μας δίδαξαν απλώς, αλλά μας μύησαν στο φαινόμενο. Μάλιστα μία εξ αυτών, η Μαρία Γκασούκα, ειδική σε θέματα φύλου, θα μου κάνει την τιμή να παρουσιάσει το Φιλί στα μάτια τον ερχόμενο μήνα στον Ιανό. Ως εκ τούτου, είχα άφθονο υλικό και βιβλιογραφία ώστε να «στήσω» σωστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενέταξα την ηρωίδα μου, Λαρίσα Λιούμπα. Εξάλλου, μια τρισέλιδη αναφορά στο φαινόμενο είχα εντάξει και στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου, Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ. Ωστόσο, μπορεί γνωστικά να μη με δυσκόλεψε, ψυχοσυναισθηματικά όμως η επαφή με αυτό το φαινόμενο είναι πάντοτε επώδυνη. Αυτά τα συναισθήματα και αυτή τη φρίκη περιέγραψα μέσα απ’ τα μάτια ενός άλλου ήρωά μου, του Άλκη.
Νιώθετε περισσότερο κοντά σε κάποιον από τους ήρωες ή σε κάποια από τις ηρωίδες του μυθιστορήματος;
Είναι όλοι τους παιδιά μου. Έχω παρατηρήσει όμως τα τελευταία χρόνια πως οι πιο χαϊδεμένοι μου ήρωες είναι αυτοί με τις μεγαλύτερες μεταπτώσεις και όσοι αναλαμβάνουν τους «κακούς» ή τους δύσκολους ρόλους. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, έχω δεθεί ιδιαίτερα με τρεις: τη Λαρίσα Λιούμπα, θύμα trafficking, τον Ιβάν, ίσως τη μεγαλύτερη ανατροπή του βιβλίου μου, και, φυσικά, τη Σμυρνιά Μαριγώ μου, αυτή την εμβληματική φιγούρα του βιβλίου, αφού στο πρόσωπό της διασταυρώνονται οι αντιλήψεις για τη γυναίκα Ανατολής και Δύσης εκείνη την εποχή και εκφράζει τη μοίρα των γυναικών της εποχής της, που δεν ήταν άλλη απ’ τη σιωπή μπροστά στη βία.
Στα βιβλία σας πάντα κάποιος από τους χαρακτήρες ασχολείται με την τέχνη. Για ποιο λόγο;
Πράγματι, ισχύει αυτό! Στο Με μπαλαντέρ τη μοναξιά όλοι οι ήρωες είχαν σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και καθένας τους εκφράζει μια εκδοχή τέχνης. Στο Ήθελα μόνο ένα αντίο, ο Χριστόφορος ήταν ποιητής. Στο Κλειδωμένο συρτάρι, ο Έκτορας ήταν συγγραφέας. Στα Ρόδα της σιωπής, ο Σπύρος και ο Καρλ ήταν γλύπτες. Ομοίως συγγραφέας ήταν η ηρωίδα στο Έστω μια φορά, όπως και στο Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ. Δεν πρόκειται για επανάληψη, όμως. Είναι ο δίαυλος που αποκτώ για να αφιερώνω μες στα βιβλία μου λίγες σελίδες για να επισημαίνω το νόημα, την αξία και τον ρόλο της τέχνης, όπως τουλάχιστον τη βιώνω και την αισθάνομαι εγώ. Όπως οι ζωγράφοι υπογράφουν τα έργα τους, εγώ στα βιβλία μου προτιμώ να δημιουργώ ευκαιρίες για τέτοιες αναφορές, αναγνωρίζοντας την καταλυτική αξία της τέχνης για τη διατήρηση της υπόστασης του ανθρώπου.
Από το πρώτο σας βιβλίο, που εκδόθηκε το 2002 (Με μπαλαντέρ τη μοναξιά, Εκδ. Ψυχογιός), μέχρι το τωρινό έχουν περάσει 15 χρόνια. Ποιες αλλαγές παρατηρείτε στο εκδοτικό τοπίο της χώρας μας στο διάστημα αυτό, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών;
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ομολογουμένως η βιβλιοπαραγωγή είναι τεράστια. Ο Έλληνας συνεχίζει να γράφει πολύ περισσότερο απ’ όσο διαβάζει και αυτή η αντιστρόφως ανάλογη παραγωγή, με αμφιλεγόμενη μάλιστα λογοτεχνική εντιμότητα και ποιότητα, δημιουργεί ένα χάος στον εκδοτικό χώρο. Το ευχάριστο, βέβαια, είναι ότι η γυναικεία γραφή επέβαλε την παρουσία της. Και όταν αναφέρομαι σε γυναικεία γραφή σε καμία περίπτωση δεν εννοώ τη ρομαντική λογοτεχνία, στην οποία συχνά την περιορίζουν. Έστω και αν οι γυναικείες γραφές λοιδορούνται, περιθωριοποιούνται ή στιγματίζονται λόγω φύλου, είναι βέβαιο πως εκείνες που ξεχωρίζουν και έχουν κάτι να πουν για την κοινωνική παρουσία του φύλου τους, που έως τη δεκαετία του ’50 έμενε στην αφάνεια λόγω του αναλφαβητισμού, θα βρουν τη θέση τους με την πάροδο του χρόνου. Εκείνο όμως που με προβληματίζει είναι ότι, παρά την κρίση, η βιβλιοπαραγωγή συνεχίζει απτόητη και ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονται είναι αντιστρόφως ανάλογος προς τη δυναμική απορρόφησης από την αγορά. Πέραν αυτού, όμως, νομίζω ότι πρέπει να υπάρξουν κάποιες φραγές, μια πιο αυστηρή αξιολόγηση των βιβλίων που εκδίδονται, καθώς η ποσότητα και η ταχύτητα παραγωγής τους αποβαίνουν σε βάρος της ποιότητάς τους και δυσκολεύονται να φτάσουν στο κοινό, καθώς έχουν δημιουργηθεί άτυπα μονοπώλια συγγραφέων και εκδοτών.
Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;
Ίσως φανώ ρομαντική, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως ελπίδα θα συνεχίσει πάντα να προσφέρει η τέχνη. Ήταν, είναι και θα παραμείνει για πάντα ο τρόπος διαφυγής του ανθρώπου από την όποια βάναυση πραγματικότητα. Η τέχνη οδηγεί σε πνευματική αφύπνιση και η αφύπνιση μπορεί επιτέλους να κάνει τον Έλληνα να δει καθαρά και να παραδεχτεί τα σφάλματα που έχει διαπράξει. Και τότε σίγουρα θα ανακαλύψει όχι μονάχα την ελπίδα, μα και τον τρόπο που θα απαιτείται για να διορθώσει τα λάθη του και να ξεκινήσει με αισιοδοξία απ’ την αρχή. Εξάλλου, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει...
Επανέρχεστε στο νέο σας μυθιστόρημα, αν και με μια μικρή μόνο αναφορά, στη Σμύρνη – όπως γνωρίζουμε από τη μέχρι σήμερα δουλειά σας, αγαπάτε πολύ το θέμα αυτό. Να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι το βιβλίο σας Ήθελα μόνο ένα αντίο (Εκδ. Ψυχογιός, 2003) έχει βρει τη θέση του στην εξαιρετική συλλογή Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία του Θωμά Κοροβίνη (Εκδ. Μεταίχμιο, 2011). Έχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη Μικρά Ασία;
Αν εννοείτε σχέση λόγω καταγωγής, όχι. Ο έρωτάς μου για τη Σμύρνη εμπνεύστηκε από τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, καθώς και από τους συγγραφείς της Γενιάς του ’30 που αποτέλεσαν και το ερέθισμα να μελετήσω την Ιστορία του Βακαλόπουλου, κι έπειτα να χτίσω πάνω στις μελανές σελίδες της Μικρασιατικής Καταστροφής το Ήθελα μόνο ένα αντίο. Ίσως να μην ήταν μόνο η Σμύρνη και η Μικρασιατική Καταστροφή που με ενέπνευσαν, όμως, όσο η έννοια και η ιδέα της προσφυγιάς σε οποιαδήποτε φάση της Ιστορίας και οποιουσδήποτε ανθρώπους κι αν αφορά. Δεν ξέρω πότε, μα είμαι σίγουρη πως κάποτε θα γράψω κάτι για το προσφυγικό ζήτημα που βρίσκεται τώρα σε έξαρση και μας έχει ιδιαίτερα απασχολήσει ως Έλληνες, όπως ήδη έχει αρχίσει να εμπνέει καλλιτέχνες.
Βέβαια, αφού στη χώρα μας καταφθάνουν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες πασχίζοντας να ξεφύγουν από τον θάνατο. Θα σταματήσει, άραγε, ποτέ η μανία του ανθρώπου να εξοντώσει τον συνάνθρωπο;
Το κακό είναι ότι εμείς, οι κοινοί θνητοί, την απάντηση τη γνωρίζουμε και αν περνούσε απ’ το χέρι μας θα είχαμε δώσει τη λύση. Δεν ξεχνά εύκολα κανείς τη γερόντισσα του νησιού σας, η οποία τάιζε το προσφυγόπουλο και πρόσφερε ανυστερόβουλα βοήθεια στη γυναίκα που έφτασε εξαντλημένη στον τόπο της. Υπάρχει βέβαια ο προβληματισμός της συνύπαρξης ανθρώπων με διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, έθιμα, παραδόσεις και αξίες. Αυτό επιλύεται με αλληλοσεβασμό και, γιατί όχι, με αυστηρούς ελέγχους από τις Αρχές, δίχως να απεμπολούμε την ανθρωπιά μας. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι λαοί. Το πρόβλημα είναι οι ηγέτες τους, όσοι έχουν τη δύναμη της χειραγώγησης των μαζών, καθώς και όσοι βρίσκουν την ευκαιρία να επωφεληθούν ανά πάσα στιγμή απ’ την ανθρώπινη δυστυχία. Και ενώ υποτίθεται πως ο άνθρωπος εξελίσσεται πολιτισμικά, παρατηρείται μια έξαρση στη βία και την ανθρώπινη εκμετάλλευση που με τρομάζει. Αν δεν μπουν τα συμφέροντα, διεθνή και ατομικά, στην άκρη, οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να αλληλοσπαράζονται, παρότι η λύση του προβλήματος είναι απλή.
Μιας και αναφερθήκατε στη Λέσβο, την έχετε επισκεφθεί ποτέ;
Ναι, το καλοκαίρι του 2016 – τα πράγματα είχαν ηρεμήσει κάπως τότε. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τις μαρτυρίες ντόπιων, τη φρίκη που περιέγραφαν πως ένιωθαν αντικρίζοντας ανθρώπους παραταγμένους στο λιμάνι με τρομερές θερμοκρασίες, δίχως λουτρό, φαγητό, είδη πρώτης ανάγκης, με μωρά που έκλαιγαν και κόντεψαν να χάσουν τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες. Όμως στάθηκε αρκετή η θέα ενός σκισμένου σωσίβιου και μιας σάπιας βάρκας που ήταν πεταμένη στην ακτή. Μου ανέφερε ένας ντόπιος πως αυτό το σμπαραλιασμένο καΐκι μετέφερε από απέναντι εκατό ψυχές. Τα συμπεράσματα δικά σας…
Σας ευχαριστούμε θερμά για τη συνέντευξη και σας ευχόμαστε καλή επιτυχία και σε αυτό το βιβλίο!
Βρείτε το Φιλί στα μάτια εδώ