Παντελής Βούλγαρης: «Ψάχνω να βρω τον άνθρωπο»
Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, τον εαυτό μου μικρό, που καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούσα με πρωτόγνωρο ενδιαφέρον και προσμονή, τα “Πέτρινα χρόνια”, που προβάλλονταν κάθε βράδυ σε σειρά επεισοδίων από την κρατική τηλεόραση. Από τότε, πέρασαν χρόνια αρκετά. Το μικρό κορίτσι μεγάλωσε πια και το μεράκι και η αγάπη του για το γραπτό λόγο και την επικοινωνία με τους ανθρώπους, το οδήγησαν να βρίσκεται αυτή τη στιγμή κάπου, όπου δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Όσο κι αν πάντοτε το ευχόταν. Και το ονειρευόταν. Μεσημέρι, σε ένα φιλόξενο σαλόνι με δυο σελίδες ερωτήσεις ανά χείρας, το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι σε ετοιμότητα, όλες τις αισθήσεις μου οξυμμένες και την καρδιά μου να χτυπά, όπως την πρώτη μέρα στο σχολείο. Περιμένοντας να ξεκινήσει από λεπτό σε λεπτό η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της “Μικράς Αγγλίας”, του “Όλα είναι δρόμος” και των “Νυφών”. Με τον κύριο Παντελή Βούλγαρη. Το σκηνοθέτη της ταινίας τα “Πέτρινα Χρόνια”, των παιδικών μου χρόνων. “Κύριε Βούλγαρη, είμαι πολύ συγκινημένη, αλλά εσείς να μου απαντάτε στις ερωτήσεις και μη δίνετε σημασία στα μάτια μου”, του είπα δευτερόλεπτα πριν την έναρξη της συνέντευξης. Το ζεστό και πηγαίο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, αποτυπώνοντας την ευγένεια, την καλοσύνη και την ανθρωπιά που διακρίνει την ψυχή του, ήταν η ηχηρή απάντησή του και όλα όσα είχα ανάγκη να δω για να συνεχίσω το έργο μου εκείνη τη στιγμή. Και γενικότερα. Κάθε φορά που αισθάνομαι κουρασμένη και απογοητευμένη από τις οποιεσδήποτε αντιξοότητες. “Εγώ ξεκουράζομαι, όταν κάνω ταινίες και όχι όταν κάθομαι μέσα στο σπίτι μου. Δεν μου αρέσει να μένω στο σπίτι μου. Τώρα, αν μπορούσα να ξεκινήσω τη Δευτέρα μια ταινία, θα ήταν η καλύτερή μου! Αυτή είναι η ζωή μου..!”, μου λέει στο τέλος και δεν έχω παρά να τον ευχαριστήσω. Για την εν λόγω συνέντευξη. Και για το μάθημα ζωής που μου χάρισε απλόχερα σε όσα ειπώθηκαν από ψυχής κατά τη λεκτική μας αυτή συνάντηση.
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Αυτές τις μέρες προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες η δωδέκατη κατά σειρά ταινία σας, “Μικρά Αγγλία”, που έκανε πρεμιέρα στις 5 Δεκεμβρίου. Τι έχει αλλάξει στη σκηνοθετική σας ματιά και στον τρόπο που αντιλαμβάνεστε τα κινηματογραφικά δρώμενα, από το 1965, όπου πραγματοποιήσατε το ντεμπούτο σας στην σκηνοθεσία, με την ταινία μικρού μήκους “Ο κλέφτης”, μέχρι σήμερα;
Νομίζω ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Η επιλογή μου για να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, ήταν πρωτίστως για να καταλάβω τον τόπο που ζω, να καταλάβω τους ανθρώπους. Επειδή και οι δώδεκα ταινίες μου είναι διαφορετικές η μία από την άλλη, άλλες φορές με προκαλούσε το ιστορικό πλαίσιο και το γενικότερο ιστορικό του εκάστοτε τόπου, άλλες φορές με προκαλούσαν οι μοναχικές περιπτώσεις ανθρώπων και άλλες πάλι με προκαλούσε η ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα από το θέαμα, όπως στην περίπτωση της ταινίας “Η Φανέλα με το εννιά” και το “Ακροπόλ”. Άλλες πάλι ήταν πειραματικές, όπως η δουλειά “Ο Μεγάλος Ερωτικός”, βασισμένη στην μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Αυτόν ψάχνω να βρω. Προσπαθώ να περιγράψω πολύ μικρές καθημερινές στιγμές και μέσα από αυτές να τον καταλάβω, να περιγράψω και εκείνον πληρέστερα, να καταφέρω να μπω όσο πιο βαθιά μπορώ στην ψυχολογία του, στον πυρήνα της ύπαρξής του και πέρα από αυτό που μπορεί να γράφει το σενάριο. Το σενάριο αποτελεί σίγουρα έναν οδηγό για την ταινία, το βέβαιο όμως είναι ότι δεν τελειώνει εκεί η σχέση και ο ρόλος του σκηνοθέτη στην περαιτέρω και τελική διαμόρφωσή της. Αυτό λοιπόν που με χαρακτηρίζει από την εποχή που πρωτοξεκίνησα, παραμένει το ίδιο και τώρα. Το δεύτερο, επίσης στοιχείο, είναι ότι δεν έκανα προσπάθειες να εκφραστώ σε άλλες μορφές τέχνης. Δούλεψα μεν ορισμένες φορές στο θέατρο, αλλά δεν είχα θεατρικό όραμα, όπως έχουν πολύ συχνά οι σημερινοί θεατρικοί σκηνοθέτες. Αγαπάω το να δουλεύω στον κινηματογράφο, γιατί είναι μια ιδιαίτερη τέχνη, δεν είναι προσωπική, δεν είναι εγώ και το μολύβι μου για να γράψω ένα βιβλίο ή εγώ και ένα πιάνο για να συνθέσω κάτι. Ό,τι προκύπτει, προκύπτει βεβαίως από τις δικές μου ιδέες, αλλά οι ιδέες για να πραγματοποιηθούν, χρειάζονται δίπλα αποφασισμένους και λατρευτούς συνεργάτες, όπως είναι οι ηθοποιοί, οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες και οι τεχνικοί, αλλά και το ανθρώπινο περιβάλλον που με περιβάλλει συνολικά. Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να πάω σε έναν τόπο που να μην τον αγαπώ, για να κάνω κάτι. Και τη Μακρόνησο, όπου γύρισα το “Happy Day”, την αγάπησα για να τη γυρίσω. Δεν έχει αλλάξει λοιπόν τίποτα. Απλώς κάθε φορά, επειδή είναι διαφορετικές οι ιστορίες που πραγματοποιούνται, είναι διαφορετική η αισθητική προσέγγιση. Προσπάθησα και προσπαθώ δηλαδή να κινηματογραφήσω την κάθε ταινία με αυτό που διαπιστώνω ότι έχει σε βάθος η κάθε ιστορία ξεχωριστά χωρίς ίσως εντυπωσιακούς τρόπους κινηματογράφησης, αλλά με μία στάση όσο μπορώ πιο διακριτική απέναντι στα πρόσωπα των ανθρώπων που περιγράφω.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, ο αριθμός των θεατών που παρακολούθησαν τη “Μικρά Αγγλία” στο πρώτο τετραήμερο προβολής της, και μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ξεπερνά ήδη τους 90.000. Πού αποδίδετε αυτόν το θερμό εναγκαλισμό της από το κοινό και τι είδους ταινίες πιστεύετε ότι έχουν ανάγκη να παρακολουθήσουν σήμερα οι θεατές δεδομένων των απαιτητικών συνθηκών της καθημερινότητας;
Το γεγονός αυτό μου δημιουργεί ευθύνες και πάντα έτσι αισθανόμουν, γιατί δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάνω μία τέχνη αποκλειστικά για να τη δω ο ίδιος ή οι συγγενείς μου, αλλά αυτό που με γοήτευσε σε κάθε ιστορία και το κινηματογράφησα, πίστευα πάντα ότι αφορά και τον άγνωστό μου θεατή. Πάντοτε αναρωτιέμαι, όταν ακούω για τέτοια νούμερα, πολύ συγκινητικά και πολύ μεγάλα. Δεν μπορώ να ξέρω όμως τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στην ταινία για να προσελκύει τον κόσμο. Βεβαίως είναι μια ιστορία ιδιαίτερη-νομίζω ότι σε όλους τους τομείς της κινηματογράφησης καταφέραμε να έχουμε υψηλά ποσοστά τελειότητας, τόσο στις ερμηνείες και τη σκηνογραφία, όσο και στη φωτογραφία-όμως όταν όλο αυτό κάποια στιγμή ολοκληρώνεται στο μοντάζ, αναρωτιέσαι αν όντως συμβαίνει αυτό το πράγμα. Από εκεί κι έπειτα, περιμένεις να δεις πώς θα το υποδεχτεί ο κόσμος και αυτή τη στιγμή μπορώ να πω, ότι με συγκινεί βαθιά το γεγονός, ότι μέσα σε λίγες μέρες βγήκαν από το σπίτι τους άνθρωποι όλων των ηλικιών κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες για να μπουν στη σκοτεινή αίθουσα και να παρακολουθήσουν τη “Μικρά Αγγλία”. Το θεωρώ πολύ σημαντικό. Και αυτό είναι άλλωστε και η γοητεία του κινηματογράφου, ότι απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας και επαγγελματικής ενασχόλησης. Η αίθουσα του κινηματογράφου, η αίθουσα της τέχνης-γιατί και οι άλλες τέχνες έχουν αυτή τη δυναμική, όπως μια έκθεση ζωγραφικής, μια μουσική παράσταση, το θέατρο-είναι μια πλατιά δημοκρατική παρέα, η οποία επικοινωνεί με κάτι που της προσφέρει ο καλλιτέχνης, συμφωνεί ή διαφωνεί, διαφοροποιείται, την προκαλούν αυτά που βλέπει. Εκεί έγκειται άλλωστε και η ομορφιά της τέχνης.
Το “πράσινο φως” για να “σαλπάρει” η “Μικρά Αγγλία” δόθηκε εν έτει 2013, τον καιρό του μνημονίου και της οικονομικής αιμορραγίας της χώρας μας, ενώ είχαν γίνει σχετικές απόπειρες και παλαιότερα και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον και από την πλευρά της κρατικής τηλεόρασης. Πώς εξηγείτε το εν λόγω γεγονός; Είναι μόνο θέμα συγκυριών ή υπάρχει η κατάλληλη χρονικά στιγμή για το καθετί, φτάνει μόνο να επιδεικνύει κανείς αρκετή υπομονή και ακλόνητη πίστη μέχρι την τελική αποπεράτωση του εκάστοτε εγχειρήματος;
Ο τόπος βρίσκεται σε έναν κυκλώνα δύσκολο. Επειδή όμως εγώ βλέπω πάντα μισογεμάτο το ποτήρι παρά μισοάδειο, ελπίζω και θέλω να πιστεύω ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει μελλοντικά. Ας μην ξεχνάμε αυτό που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον τόπο πέρα από τις όποιες αντιξοότητες, όπου παρατηρούμε νέους στον επιχειρηματικό τομέα ή στον καλλιτεχνικό χώρο ή στην αγροτική παραγωγή να προσπαθούν παρά τις δυσκολίες να βάλουν το δικό τους λιθαράκι στο να πάρει ο τόπος μπροστά. Η συγκυρία του ότι η ταινία γυρίστηκε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο-και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου με την συμπαράσταση των Ανδριωτών-σημαίνει πολλά πράγματα, γιατί η δική μας προσπάθεια μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα και για άλλα παρόμοια εγχειρήματα. Ήδη υπάρχουν και άλλοι χρηματοδότες εκτός των Ανδριωτών, που στέκονται πολύ κοντά στους νέους σκηνοθέτες. Μπορούμε να πούμε ότι ο σύγχρονος κινηματογραφικός χώρος αναπνέει, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που στηρίζουν τα όνειρα και τη φαντασία των νέων σκηνοθετών. Αυτό συνέβη τώρα και με τη “Μικρά Αγγλία”. Σε αυτή την τύχη βρεθήκαμε, να σταθούνε δίπλα μας άνθρωποι, οι οποίοι πιστέψανε στον τόπο τους, στην Άνδρο, στην ιστορία της Ιωάννας και στη δική μου πορεία όλα αυτά τα χρόνια και αυτό οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Και ο κόσμος, το ευρύ κοινό, που δεν τον αφορά η διαδικασία μιας κινηματογράφησης, “μυρίζεται” από μακριά τέτοιες κινήσεις και περιμένει αυτή τη χειρονομία για να έρθει κοντά μας.
Θα μπορούσαμε ως εκ τούτου, να παρομοιάσουμε το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο σαν ένα “καράβι ακυβέρνητο, αντιμέτωπο με τις κάθε λογής αντιξοότητες” πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και “φωτεινών στιγμών”;
Ο κινηματογράφος λόγω της ιδιαιτερότητάς του να είναι μια ακριβή τέχνη, πάντα είχε δυσκολίες. Κι εμείς όταν ξεκινήσαμε τις δικές μας προσπάθειες, δύσκολα τις πραγματοποιήσαμε, αλλά και τότε βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στο πλευρό μας. Στη συνέχεια, αυτή τη διαδικασία την ανέλαβε το κράτος, δηλαδή ο βασικός χρηματοδότης ήταν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η κρατική τηλεόραση. Τώρα λόγω της κρίσης, που τα ταμεία είναι άδεια, πρέπει οι χειρονομίες αυτές των ιδιωτών να κρατάνε ζωντανή την εν λόγω τέχνη, κάτι που όντως συμβαίνει ως ένα βαθμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το κράτος θα εξακολουθήσει να παραμένει απλώς θεατής όλης αυτής της ιστορίας, αλλά μέχρι τότε οι νέοι επιβάλλεται να βρουν τον τρόπο, όπως κι εμείς στα νιάτα μας, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Ό,τι κι αν συμβαίνει, θα πρέπει να μάχονται και να αγωνίζονται για την πραγματοποίηση των ονείρων τους και εκεί έγκειται ουσιαστικά και το δίλημμα που περνάει ο τόπος μας. Θα πρέπει δηλαδή να ξεφύγει από αυτό το “μαγκάνι” που μας έχει κυκλώσει όλους. Θα πρέπει να βγούμε από το σπίτι μας, να επιχειρήσουμε πράγματα και να δείξουμε αλληλεγγύη, γιατί αλληλεγγύη ήταν αυτό που μας συνέβη εμάς και κάναμε την ταινία. Η αλληλεγγύη μπορεί να ξεκινήσει από πολύ μικρές καθημερινές στιγμές της γειτονιάς μας, του σπιτιού μας, του μικρού μαγαζιού που πρέπει να το υποστηρίξουμε, για να αλλάξουμε σταδιακά τρόπο ζωής και να μπορέσουμε να βρούμε έτσι μια άκρη σαν κοινωνία. Μακάρι αυτό να συνέβαινε και στο πολιτικό σκηνικό, όπου όλοι ονειρευόμαστε να δούμε ξαφνικά ένα πολιτικό περιβάλλον, το οποίο να μην έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Αυτό βέβαια είναι δύσκολο και όλοι αναρωτιόμαστε σχετικά με τον τρόπο που μπορεί όντως να συμβεί και στην πράξη, αλλά κάποια στιγμή θα συμβεί. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Σε δήλωσή σας αναφορικά με το κλείσιμο της ΕΡΤ, είχατε υποστηρίξει ότι “το κλείσιμό της κόβει τα φτερά της νέας γενιάς των δημιουργών όλων των τεχνών, μεταξύ αυτών και των σκηνοθετών”. Με ποιόν λοιπόν τρόπο είναι δυνατό για τους νεότερους σκηνοθέτες να προβάλλουν τη δουλειά τους; Αποτελεί ίσως μονόδρομο η μετάβασή τους στο εξωτερικό για να εξασκήσουν αρτιότερα την τέχνη τους;
Σε όλες τις χώρες, τα κρατικά κανάλια λειτούργησαν σαν το πρώτο βήμα για να δείξουν οι νέοι κινηματογραφιστές τη δουλειά τους, στην περιοχή του ντοκιμαντέρ ή της μυθοπλασίας, στα σίριαλ ή στο πολιτικό ρεπορτάζ και έτσι δημιουργήθηκε ο ιταλικός, ο εγγλέζικος και ο γαλλικός κινηματογράφος. Τα πρώτα βήματα συντελούνται εκεί και αυτό γινόταν μέχρι τώρα με την ΕΡΤ, για παράδειγμα με εκπομπές, όπως το “Παρασκήνιο”, αλλά και με την ευρύτερη συνδρομή του κρατικού καναλιού στις προσπάθειες για μικρού μήκους ταινίες-που είναι τα πρώτα βήματα των σκηνοθετών-και στις μετέπειτα μεγάλου μήκους ταινίες τους σαν συμπαραγωγή. Οι περισσότερες δικές μου δουλειές είχαν τη συμπαράσταση της κρατικής τηλεόρασης. Αυτό ελπίζω να γίνει και στην καινούρια μεταμόρφωση του κρατικού καναλιού. Διαφορετικά όντως το επόμενο βήμα των νέων ανθρώπων είναι να αναζητήσουν την τύχη τους εκτός της χώρας. Μιλάμε δηλαδή για “αφαίμαξη” ανθρώπων που σπούδασαν τον κινηματογράφο, ξέρουν τον τόπο και ξαφνικά καλούνται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Δεν είναι εύκολο να βγεις από τον τόπο σου και να κάνεις ταινία. Πόσο γνωρίζω εγώ το γαλλικό περιβάλλον ή το ιταλικό ή το αμερικάνικο; Εδώ αναπνέω, εδώ ξέρω τον Έλληνα και γι’αυτό δεν έφυγα και ποτέ από τη χώρα. Η προσπάθεια μέσα από μια ταινία είναι να καταλάβεις τι είναι οι άνθρωποι και ο τόπος, ποια είναι η ιστορία του τόπου, δεν είναι εύκολο λοιπόν να βγει κάποιος από εδώ και να ψάξει να βρει την άκρη μακριά από αυτό το αίσθημα που αποπνέει κάθε χώρα. Η ελπίδα μου είναι να παραμείνει αυτό το ανθρώπινο δυναμικό στον τόπο του. Από τους νέους περιμένουμε όλοι μας. Τελικά οι χώρες, οι οποίες μας καταδυναστεύουν, υποδέχονται κατηγορίες επιστημόνων, που έχουν σπουδάσει στον τόπο, που έχουν κοστίσει στα σπίτια τους και που τους βρίσκουν έτοιμους για να τους χρησιμοποιήσουν στις δικές τους ανάγκες με το οικονομικό δέλεαρ ως αντάλλαγμα. Η οικονομική αιμορραγία στην καθημερινή μας ζωή δεν εντοπίζεται μόνο στο ότι όλοι μας αρχίζουμε και κάνουμε αφαιρέσεις στον ενδυματολογικό τομέα, στη διατροφή και στην ψυχαγωγία, αλλά έχει να κάνει και με το γεγονός ότι αφαιρείται δυναμικό πολύτιμο από τον τόπο μας, όπως στην προκειμένη περίπτωση είναι οι νέοι άνθρωποι.
Στην εν λόγω ταινία καταπιάνεστε κυρίως με θέματα που άπτονται της αντοχής της ανθρώπινης ψυχής, όπως η καταπίεση, οι κοινωνικοί αγώνες, η υποταγή στη μοίρα, το προβάδισμα του συμφέροντος σε περιόδους οικονομικής εξαθλίωσης. Πολλά από αυτά διαπιστώνουμε δυστυχώς ότι ισχύουν ακόμη και σήμερα. Ως εκ τούτου, θεωρείτε ότι αναβιώνουμε τα “Πέτρινα χρόνια” με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται ή ότι “Όλα είναι δρόμος” για την καθολική εξέλιξή μας;
Είναι συνδυασμός και των δύο πιστεύω. Περίοδοι ευμάρειας, που τις περάσαμε όλοι τα τελευταία τριάντα χρόνια, έστω και με αυτόν τον “πλαστικό” τρόπο, αυτές είναι παρενθέσεις ζωής. Ο άνθρωπος ποτέ δεν ξεφεύγει από τις δυσκολίες. Δεν υπάρχουνε κοινωνίες, όπου όλα είναι εύκολα, όπερ σημαίνει λοιπόν ότι η έμπνευση του δημιουργού, του καλλιτέχνη, πάντα είναι και θα είναι η ίδια. Αυτό δηλαδή που μας συνοδεύει σαν μνήμες μέσα από την κινηματογραφική περιοχή, είναι πάντα ο άνθρωπος που αγωνίζεται, ο άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη μοίρα του, ο άνθρωπος που ελπίζει ότι μπορεί να καταφέρει κάτι καλύτερο, ο άνθρωπος που αντιστέκεται στις δυσκολίες, που δίνει μάχες. Αυτό είναι ένα περιβάλλον που δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας των δημιουργών, είναι ίδιον της ίδιας της πραγματικότητας. Το “ζύμωμα” λοιπόν του δημιουργού μέσα από όλα αυτά τα μεγάλα θέματα που περιγράψαμε, είναι και το κυρίως υλικό, που κάθε φορά με άλλη μορφή, με άλλες συμπεριφορές, βρίσκει τρόπο να εκφραστεί μέσα από την τέχνη.
Σχεδόν πάντα στις ταινίες σας φροντίζετε να αναδεικνύετε τα γυναικεία πρόσωπα και να φωτίζετε λεπτοφυείς πτυχές της ψυχοσύνθεσής τους, από το “Προξενιό της Άννας” και τις “Νύφες”, μέχρι και τη νέα σας ταινία, όπου γινόμαστε μάρτυρες γάμων από συμφέρον και “φίμωση” των πραγματικών επιθυμιών της καρδιάς. Παρ’όλα αυτά, η ταινία εγείρει μέσα μας τη συμπάθεια και κατανόηση ακόμη και για τις πιο “σκληρόκαρδες” και κυνικές γυναίκες εξ αυτών. Με ποιόν τρόπο καθίσταται κάτι τέτοιο, σκηνοθετικά, εφικτό;
Στον κόσμο που περιγράφω ή και στον κόσμο που ζω, έχω καταλήξει ότι δεν υπάρχουν τα χαρακτηριστικά που ζήσαμε την πρώτη για παράδειγμα εποχή του γουέστερν, όπου οι ήρωες ήταν “καλοί” ή “κακοί”. Όλοι μας είμαστε ένα αμάλγαμα συναισθημάτων, αποφάσεων, συμπεριφορών, που κλείνουν προς τη μία ή προς την άλλη πλευρά. Και αυτό είναι ίσως και το πιο ελκυστικό και προκλητικό πράγμα που έχει να κάνει ένας σκηνοθέτης, να καταλάβει δηλαδή τους ανθρώπους στις ακραίες τους μεταμορφώσεις από το “καλό” στο “κακό”, από το συμβιβασμό στην αντίδραση, στο βήμα για να αποτινάξουμε ζοφερά πράγματα από τη ζωή μας γενικότερα. Έτσι λοιπόν, η δική μου θητεία στον κινηματογράφο έχει να κάνει κυρίως με αυτό, ότι ένας χαρακτήρας μου στην ταινία δεν έχει ποτέ μια κατεύθυνση αρνητική ή απολύτως θετική. Είναι η πάλη των χαρακτήρων και η πάλη η δική μου μέσα από την κινηματογράφηση, να προσπαθήσω να αποκαλύψω ότι μία σκληρή γυναίκα- όπως συμβαίνει στην ταινία-δεν είναι σκληρή επειδή γεννήθηκε έτσι, αλλά επειδή τη διαμόρφωσαν οι κοινωνικές συνθήκες, οι συμπεριφορές του τόπου, οι συμπεριφορές που προκύπτουν από ακραίες συνθήκες ζωής. Μιλάμε για την Άνδρο και για άνδρες που ταξίδευαν για πολλά χρόνια μακριά από το νησί, που σημαίνει άλλη διαμόρφωση των συμπεριφορών του γυναικείου κόσμου που παραμένει, γιατί η Μίνα-για να μιλήσουμε για τη μητέρα των κοριτσιών στην ταινία-δεν επιλέγει να παντρέψει τα δυο κορίτσια για να τα βασανίσει, τα παντρεύει γιατί πιστεύει και ελπίζει ότι έτσι θα έχουν μια καλύτερη ζωή από τη δική της. Και αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα, όπου βλέπουμε να μεγαλώνουν τα παιδιά και οι γονείς να τους λένε ότι πρέπει να σπουδάσουν αυτό ή το άλλο, γιατί έχει τάχα καλύτερη προοπτική. Κι εγώ θυμάμαι από τα εφηβικά μου χρόνια συμμαθητές μου, που θα μπορούσαν ίσως να γίνουν καλύτεροι καλλιτέχνες από εμένα, οι οποίοι επέλεξαν όμως εν τέλει κάτι, για το οποίο δεν ήταν προορισμένοι. Αυτό που πρότεινα εγώ πάντοτε στα παιδιά μου, ήταν να διαλέξουν κάτι, που να το αγαπάνε κάθε μέρα, δηλαδή κάθε μέρα που θα ανοίγουν π.χ. ένα μαγαζί ή θα πηγαίνουν σε μια υπηρεσία ή θα κάνουν μια άλλη δουλειά, από σουβλατζήδες μέχρι επιστήμονες, αυτό κάθε μέρα να τους προκαλεί να το κάνουν καλύτερα, να το αγαπάνε κάθε μέρα και περισσότερο. Και νομίζω ότι τα παιδιά μου διαλέξανε αυτό που διαλέξανε-είναι και τα δύο μου παιδιά, σκηνοθέτες και ο γιος μου είναι και μουσικός-γιατί νομίζω ότι βλέπανε στην εφηβεία τους έναν πατέρα να επιστρέφει στο σπίτι κάθε βράδυ, να ξεκλειδώνει την πόρτα και να μπαίνει μέσα και να είναι ευχαριστημένος από αυτό που κάνει, άσχετα αν εμένα με κυνηγούσαν οικονομικά προβλήματα, έγνοιες και κάθε λογής δυσκολίες.
“Είναι πολύτιμη η καταγραφή της κρίσης. Αν ήμουν πιο νέος, θα ήμουν συνεχώς με μια κάμερα στο δρόμο και θα κατέγραφα αυτό που συμβαίνει”, έχετε αναφέρει. Τι κατά τη γνώμη σας χρειάζεται να καλλιεργήσει και σε τι να εστιάσει περισσότερο η νεότερη γενιά των σκηνοθετών προκειμένου να κατορθώσει να αναδείξει τη “φωτεινή πλευρά της ζωής” μέσα από το φαινομενικό σκοτάδι;
Υποβάλλω καμιά φορά λοιπόν το εξής ερώτημα: ποιός είναι ο ήρωας και πού ψάχνει ένας νέος σκηνοθέτης να βρει τον ήρωά του; Και η απάντηση είναι ότι ο ήρωάς του κάθεται απέναντί του στο μετρό. Είναι όλοι ήρωες, όλο αυτό που μας περιβάλλει, που ζούμε, αποτελεί ένα πολύτιμο υλικό. Σημασία έχει πόσο το διαισθάνεται αυτό ένας κινηματογραφιστής, πόσο ταλαιπωρείται να βρει κάτι άλλο, ενώ αυτό που παραμένει μπροστά του, κυκλοφορεί δίπλα του, ζει στο διπλανό διαμέρισμα, είναι ακριβώς το υλικό με το οποίο μπορεί να ασχοληθεί, είναι αυτό που πρέπει να ψάξει. Όταν βγαίνουμε από το σπίτι και εισερχόμαστε στην πόλη, διαπιστώνει κανείς ότι η πόλη ζει. Πόσο το αντιλαμβάνεται αυτό ένας δημιουργός, πώς το πλησιάζει, πώς προσπαθεί να το ερμηνεύσει; Πάλλεται η ζωή μας από θέματα, από μικρές στιγμές, από μικρές προκλήσεις, τα οποία εντοπίζουμε, όταν πράγματι έχουμε το ταλέντο-γιατί πιστεύω από την άλλη πλευρά ότι το να μπορείς να διαισθανθείς τέτοια στοιχεία ζωής, αυτό είναι ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Η παρατήρηση δηλαδή, το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης είναι και λίγο “μπανιστηρτζής”, με την καλή έννοια, το ότι μπορεί με λίγα λόγια να “κλέψει” ένα βλέμμα από τον απέναντί του και αυτό να τον σημαδεύσει και να δημιουργήσει πια από ένα βλέμμα μια ολόκληρη αίσθηση ζωής, αυτό είναι ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Και όταν λέμε ταλέντο, εννοούμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία, που διαθέτει περισσότερο ή λιγότερο ο καθένας μας και η οποία μας κάνει να παρατηρούμε πιο διεξοδικά τη ζωή και τα ανθρώπινα. Λέω λοιπόν, ότι θα ήθελα να έχω μια κάμερα και αυτό το έκανα, όταν ήμουν νέος στη δικτατορία. Είχα μια μικρή κάμερα και κατέγραφα εικόνες από αυτό που ζούσε η χώρα ανεξάρτητα αν ήταν ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός ή όχι. Ήταν όμως η καθημερινότητα. Παρατηρούσα πώς είναι τα βλέμματα των ανθρώπων κάτω από τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες. Αντίστοιχες διαφορετικές συνθήκες ζούμε και τώρα. Αυτό προτείνω λοιπόν και αυτό θα ήθελα να κάνω και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή και να το ξανακάνω. Αν καταλάβω δηλαδή τον εαυτό μου ότι μπορώ να βγαίνω κάθε μέρα το πρωί και να είμαι στους δρόμους , θα το κάνω. Απλώς έχω μεγαλώσει και δεν είμαι σίγουρος, αν μπορώ πλέον να τα καταφέρω, όπως παλαιότερα.
Ακούσαμε πρόσφατα τον κ.Μάξιμο Μουμούρη, που υποδύεται τον Νίκο στην προαναφερθείσα ταινία, να μιλά για την εμπιστοσύνη που υπάρχει μεταξύ εσάς και των ηθοποιών. Τι απαιτείται προκειμένου να “χτιστεί” αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ ηθοποιών και σκηνοθέτη έτσι ώστε να αναδειχθούν πληρέστερα οι ρόλοι και να προκύψει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα με ευρεία απήχηση;
Το βασικό εργαλείο είναι η αγάπη και η εκτίμηση. Το “εργαλείο” όμως της αγάπης είναι πιο σημαντικό. Και για ποιό λόγο; Γιατί γνωρίζω πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω αλλά και από την πρώτη ταινία μικρού μήκους, τον “Κλέφτη”-όπου έπαιξα κιόλας σαν ηθοποιός-ότι το να δουλέψει ένας άνθρωπος στον κινηματογράφο, είναι πολύ δύσκολο. Δεν έχει το χρόνο, δεν έχει την ατμόσφαιρα, δεν έχει τις ιδιαίτερες συνθήκες που απαιτεί μια θεατρική παράσταση. Οι κλιματολογικές συνθήκες, το περίεργο πρόγραμμα γυρίσματος, οι δυσκολίες και ο χρόνος που μας κυνηγάει σε όλη τη διάρκεια της κινηματογράφησης, όπου σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να ολοκληρώσουμε σκηνές δύσκολες, όλα αυτά τα προβλήματα τα κουβαλάει ο ηθοποιός στην πλάτη του. Προσπαθώ λοιπόν με τον τρόπο μου να τους δώσω χρόνο να ασκηθούν, να τους δώσω χρόνο να κουβεντιάσουμε, να καταλάβω ότι είναι δύσκολο αυτό που κάνουνε και αυτό σημαίνει αγάπη. Αν δηλαδή δεν αγαπώ τους ηθοποιούς-και αυτό είναι το βασικό στοιχείο που έχω επιλέξει-δεν μπορώ να κάνω κινηματογράφο. Δεν μπορώ να έχω κακές σχέσεις με τους ηθοποιούς. Συνέβη σε μία ταινία μου να χρησιμοποιήσω ηθοποιό σε κύριο ρόλο παρ’όλο που αυτός σε μια παλαιότερη συνεργασία μας με είχε προσβάλλει και με είχε πληγώσει ανθρώπινα. Το γεγονός αυτό εγώ το ξέχασα, γιατί ήξερα ότι αυτός είναι ο μοναδικός που μπορεί να υποδυθεί αυτόν το ρόλο, αυτόν το χαρακτήρα. Αφήνω λοιπόν στην άκρη τα προσωπικά μου και επιλέγω τους ηθοποιούς μου από ένστικτο, ότι αυτό που θα αναλάβουν, μπορούν να το φέρουν σε πέρας, πάντοτε βέβαια και με τη δική μου βοήθεια. Ο Μάξιμος λοιπόν μιλάει για ένα κλίμα συμπεριφοράς, για ένα κλίμα γυρίσματος, που είναι φιλικό, που είναι ανθρώπινο, που είναι δημιουργικό και νομίζω ότι αυτό στο τέλος καταφέρνει και εκπέμπεται από τη λευκή οθόνη. Το αισθάνεται ο θεατής.
Αποτελεί επίσης αξιοσημείωτο γεγονός το ότι δίνετε την ευκαιρία σε πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς να ξεκινήσουν την καριέρα τους στο χώρο του κινηματογράφου παρ’όλο που ως επί το πλείστον παρατηρούμε σκηνοθέτες του δικού σας βεληνεκούς να προτιμούν παλαιότερους και ήδη καταξιωμένους ηθοποιούς για να υποδυθούν πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες τους.
Πιστεύω ότι οι Έλληνες ηθοποιοί είναι από τους καλύτερους στον κόσμο. Εξαρτάται όμως τι προϋποθέσεις θα έχουν για να δημιουργήσουν μέσα στο συγκεκριμένο αυτό περιβάλλον της κινηματογράφησης και για να αναδείξουν τα βαθύτερά τους προτερήματα. Και οι παλιότεροι ηθοποιοί, αλλά και οι νεότεροι, κατατάσσονται σε αυτό το χαρακτηρισμό, ότι είναι δηλαδή άξιοι. Τώρα που έχω μεγαλώσει, πληγώνομαι γιατί δεν κατάφερα να δουλέψω και με άλλους ηθοποιούς που θα ήθελα και αυτό είχε να κάνει πάντα με το τι ήταν η ιστορία που περιέγραφα. Αναγκαστικά κάπου πρέπει να καταλήξω και καταλήγω μετά από πολύ χρόνο. Απ’την άλλη μεριά, σχετικά με τις ευκαιρίες που λέτε ότι δίνω στους νέους ανθρώπους, αυτό έχει να κάνει με το γεγονός, ότι από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν και αυτοί, κάπου πρέπει να υπάρχει μια αρχή. Ξέρω ότι, όταν είναι άπειρος ο ηθοποιός, εγώ πρέπει να είμαι κοντά του και να του δημιουργήσω τις συνθήκες για να αναδείξει πράγματα, που ούτε ο ίδιος γνωρίζει. Αυτό είναι ένας τρόπος δουλειάς που ακουμπάει πάνω σε αυτό που ανέφερα πριν, στην αγάπη, στην ευαισθησία και στην κατανόηση. Απλώς όταν κάνω μια ταινία, αισθάνομαι ότι πρέπει να φτιάξω έναν κόσμο από την αρχή. Όχι ότι δεν εμπιστεύομαι ηθοποιούς που έχουν παίξει στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο, αλλά πάντα φροντίζω ο θεατής, όταν θα μπει μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, να μπει σε ένα περιβάλλον που για πρώτη φορά του παρουσιάζω εγώ.
“Το δύσκολο με τη μεταφορά ενός αγαπημένου βιβλίου στο σινεμά είναι ότι ο πρώτος σκηνοθέτης είναι πάντα ο αναγνώστης”, έχετε αναφέρει σχετικά με τη “Μικρά Αγγλία”, το ομώνυμο μυθιστόρημα της συζύγου σας, κ.Ιωάννας Καρυστιάνη, η οποία υπογράφει και το σενάριο. Πώς καταφέρατε μέσα από αυτή σας τη συν-δημιουργία να ξυπνήσετε στους αναγνώστες-θεατές την αίσθηση ότι βιώνουν την ιστορία για πρώτη φορά, σύμφωνα με τα αρχικά δείγματα μιας σχετικής “σφυγμομέτρησης”;
Αυτό είναι αλήθεια ότι δεν το γνώριζα όταν γυρνούσα την ταινία, ούτε όμως το είχα και σαν πρόβλημα. Σίγουρα δεν ήταν κάτι που προέκυψε τυχαία, απλώς ήξερα και ξέρω και από ταινίες που έχω δει, ότι πολύ πιο κοντά στο αίσθημα ενός βιβλίου είναι μια ταινία, όταν ο σκηνοθέτης καταφέρνει να ξεφύγει από στερεότυπα του τύπου η ηρωίδα να μοιάζει στα φυσικά της χαρακτηριστικά με την ηρωίδα όπως περιγράφεται στο βιβλίο, οι ατμόσφαιρες των σπιτιών να είναι όπως τις περιγράφει ο συγγραφέας, το φως και το τοπίο να είναι επίσης, όπως τα περιγράφει εκείνος και ούτω καθεξής. Εγώ τα ξέχασα αυτά, έκανα μια ταινία, όπως πια φανταζόμουν εγώ ότι πρέπει να διαμορφωθεί μέσα από τις εικόνες, γιατί εγώ δεν χρησιμοποιώ λέξεις, χρησιμοποιώ εικόνες. Μια εικόνα δηλαδή μπορεί να αντικαταστήσει δύο ή τρεις σελίδες ή αντίθετα μια φράση να πρέπει ίσως να αποδοθεί με περισσότερες εικόνες από όσες νομίζει ο αναγνώστης ότι εγώ θα επιχειρήσω. Βεβαίως είχα ένα βιβλίο, το οποίο και συναρπαστική ιστορία διαθέτει, αλλά και το πιο σημαντικό είναι, ότι η Ιωάννα είχε δουλέψει και έχει περιγράψει σε βάθος τα πρόσωπα αυτά, δεν τα δημιούργησε εκ του μηδενός. Απλώς εγώ χρησιμοποίησα τα δικά μου μέσα για να τα προσφέρω στο θεατή με τον πιο ενδεδειγμένο, κατά τη γνώμη μου, τρόπο.
Η ιστορία της “Μικράς Αγγλίας” διαδραματίζεται σε ένα νησί των Κυκλάδων, στην Άνδρο. Είναι μέσα στα σχέδιά σας να γυρίσετε ίσως μελλοντικά μια ταινία και στη Λέσβο; Έχετε ήδη κάνει κάποιες αρχικές σκέψεις για την επόμενή σας ταινία;
Στη ζωή ενός σκηνοθέτη-με την ιδιομορφία αυτής της ακριβής και ιδιαίτερης στην πραγματοποίησή της τέχνης-πάντα υπάρχουν ιδέες. Άλλες όμως εξ αυτών παραμένουν σε μια αρχική αίσθηση, ενώ άλλες πάλι προχωράνε και κυρίως όταν προέρχονται από αναγνώσματα ή από ιδέες άλλων, οι οποίοι ακολουθούν έναν δημιουργό. Τώρα, το τι όντως γίνεται και πραγματοποιείται από όλα αυτά, αυτό έχει σαφώς να κάνει με τη σκληρή πραγματικότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την οικονομική δυνατότητα για να μπορέσεις να προχωρήσεις σε ένα επόμενο σχέδιο. Γνωρίζω δηλαδή σκηνοθέτες, οι οποίοι γεράσανε ή ολοκλήρωσαν τη διαδρομή τους χωρίς να πραγματοποιήσουν ιδέες που τους κυνηγούσαν επί χρόνια. Έχω πολλές τέτοιες ιδέες, δεν έχω καταλήξει βέβαια ακόμη στο ποια από όλες αυτές θα χρησιμοποιήσω στο μέλλον. Η Λέσβος είναι ένα πανέμορφο νησί, που έχω επισκεφθεί αρκετές φορές και για το οποίο έχω γυρίσει και δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους στο παρελθόν και συγκεκριμένα το 1981, το “Αρχοντικά Μυτιλήνης” και το “Μυτιλήνη: Τότε που ζούσαμε”. Γιατί όχι λοιπόν, σε μια άλλη ευκαιρία, να γυριστεί και μια ταινία στο αγαπημένο αυτό μέρος, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι χειροπιαστό, που να μπορώ να πω με σιγουριά ότι θα είναι η επόμενή μου ταινία.
Info
Ο Παντελής Βούλγαρης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου του 1940. Το 1960 γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει κινηματογράφο, ενώ από το 1961 μέχρι το 1965 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 35 ταινίες της Φίνος Φιλμ. Το 1965 παρουσίασε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, τον “Κλέφτη” και την επόμενη χρονιά την επίσης μικρού μήκους “Τζίμης ο Τίγρης”. Το 1971 γύρισε το ντοκιμαντέρ “Ο χορός των τράγων” και την ίδια χρονιά μοντάρισε στο Παρίσι την αντιδικτατορική ταινία “Ce n'est qu' un debut...”. Το 1972 ολοκλήρωσε την ταινία μεγάλου μήκους “Το Προξενιό της Άννας”, που σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, τόσο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όσο και στο εξωτερικό. Την επόμενη χρονιά, μετά από πρόταση του Μάνου Χατζιδάκι, γύρισε τον “Μεγάλο Ερωτικό”, μια ποιητική μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου δίσκου. Το 1974 εξορίστηκε από τη χούντα στη Γυάρο. Το 1975 σκηνοθέτησε το πρώτο τηλεοπτικό του ντοκιμαντέρ με τίτλο “Οι ψάλτες”, ενώ το 1976 συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία “Χάππυ Νταίη”. Την ίδια χρονιά γύρισε για την τηλεόραση το ντοκιμαντέρ “Κάρολος Κουν” και την επόμενη, μια σειρά έξι επεισοδίων με τίτλο “Κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας”, με την Έλλη Λαμπέτη. Το 1978 γύρισε επτά ντοκιμαντέρ για τη σειρά “Εικόνες από τη Βόρεια Ελλάδα”. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε την προετοιμασία της ταινίας “Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927” και σκηνοθέτησε για πρώτη φορά στο θέατρο. Το 1980 ολοκληρώθηκε ο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, που όμως δίχασε κριτικούς και κοινό, με αποτέλεσμα ο Παντελής Βούλγαρης να αποσυρθεί προσωρινά από τον κινηματογράφο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την τηλεόραση: πέντε ντοκιμαντέρ για τη σειρά “Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη” και τα σίριαλ “Ο κήπος με τα αγάλματα” και “Οι απόμαχοι”. Παράλληλα, συνέχισε να σκηνοθετεί για το θέατρο, ενώ ασχολήθηκε ευκαιριακά και με τη διαφήμιση. Το 1985 επανήλθε στον κινηματογράφο με τα “Πέτρινα χρόνια”, που αποτέλεσε μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Το 1987 γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Ρίτσο και το 1988 την ταινία “Η φανέλα με το εννιά”. Το 1991 παρουσίασε τις “Ήσυχες μέρες του Αυγούστου”, το 1995 την ταινία “Ακροπόλ” και το 1998 το “Όλα είναι δρόμος”. Το 2004, μετά από πολλές περιπέτειες, ολοκλήρωσε το φιλόδοξο διεθνές εγχείρημα των “Νυφών”, το οποίο προετοίμαζε από το 1999 και το 2009 την ταινία του, για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, “Ψυχή βαθιά”. Πριν από λίγες μέρες, στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες η δωδέκατη κατά σειρά ταινία του “Μικρά Αγγλία”, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, η οποία σημειώνει ήδη τεράστια επιτυχία και έχει τύχει ιδιαίτερα θερμής ανταπόκρισης από κοινό και κριτικούς.
Το τρέιλερ τη ταινίας "Μικρά Αγγλία"