«Οι ψαράδες» του Τσιγκόζι Ομπιόμα
«Οι ψαράδες» του Τσιγκόζι Ομπιόμα, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη, Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2015)
Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Είναι μακρά η λίστα των διακρίσεων που απέσπασε ο 30χρονος Νιγηριανός συγγραφέας Τσιγκόζι Ομπιόμα για τους Ψαράδες του: κέρδισε το Βραβείο FT/Oppenheimer – Emerging Voices 2015, συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για τα Βραβεία Man Booker, Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του Center For Fiction, Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, στη μεγάλη λίστα για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα της Guardian, στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία των New York Times: Επιλογές των συντακτών, της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών (American Library Association): Τα πέντε καλύτερα ντεμπούτα της άνοιξης, και των Financial Times: Τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς.
«Ήμασταν ψαράδες. Τα αδέλφια μου κι εγώ γίναμε ψαράδες τον Ιανουάριο του 1996, όταν ο πατέρας μας έφυγε από το Άκουρε, μια πόλη της δυτικής Νιγηρίας, όπου είχαμε ζήσει όλη μας τη ζωή…» Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα και, σύμφωνα με την υπόθεση, τα τέσσερα αυτά αδέλφια, από 9 έως 15 ετών, εκμεταλλεύονται την απουσία του αυστηρού πατέρα τους για να πάνε για ψάρεμα στο απαγορευμένο ποτάμι, τον Όμι-Άλα. Εκεί κάποια μέρα θα συναντήσουν τον Αμπούλου, έναν τρελό ο οποίος θεωρείται μάντης και ο οποίος θα προφητεύσει ότι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Ικένα, θα δολοφονηθεί από ένα απ’ τα αδέλφια του. Η προφητεία αυτή θα σημαδέψει τη ζωή της οικογένειας, προκαλώντας μια σειρά τραγικών γεγονότων.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και αφηγητής είναι ο Μπεν, ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια. Η ιστορία ξετυλίγεται σε ρυθμό άλλοτε νοσταλγικό και τρυφερό, άλλοτε στακάτο και βροντερό. Οι κύριοι χαρακτήρες χτίζονται σελίδα τη σελίδα με πολύχρωμα περιστατικά, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων της Νιγηρίας, διαφωτίζοντας τον αναγνώστη για ορισμένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της νεότερης Ιστορίας της, όμορφα κεντημένα με τους θρύλους, τις παραδόσεις αλλά και τις δεισιδαιμονίες της. «Ο Όμι-Άλα ήταν ένα τρομερό ποτάμι. […] Όπως πολλά τέτοια ποτάμια στην Αφρική, κάποτε ο Όμι-Άλα θεωρούνταν θεός· οι άνθρωποι τον λάτρευαν» (σελ.24), διαβάζουμε και δεν μπορούμε παρά να κάνουμε τη σύνδεση με τους ποταμούς των αρχαίων Ελλήνων. Και, παρακάτω: «“Θεός φυλάξοι!” αποκρίθηκε η μητέρα, χτυπώντας τα δάχτυλά της πάνω απ’ το κεφάλι της για να διαλύσει την τοξική αύρα των λέξεων του πατέρα» (σελ.50), κάτι που μας θυμίζει το δικό μας «κούφια η ώρα που τ’ ακούει», που κάποιες φορές συνοδεύεται από χτύπημα του κεφαλιού.
Τα τέσσερα αδέλφια είναι πολύ δεμένα και η σχέση τους έχει σφυρηλατηθεί μέσα σε καταστάσεις καθημερινές, επικίνδυνες, ακραίες, αστείες – όλα από λίγο. Απολαυστική η αδυναμία τού –επίσης Νιγηριανού, αλλά της φυλής των Γιορούμπα– διευθυντή του σχολείου να προφέρει σωστά ολόκληρο το όνομα του τρίτου αδελφού, του Μπότζα (Μποτζανονιμεόκπου), όνομα της φυλής των Ίγκμπο, τον οποίο άλλοτε αποκαλεί Μποτζανονόκβου και άλλοτε Μποτζανολούκου, προκαλώντας τρανταχτά γέλια σε όλο το σχολείο – οι διάφορες φυλές που υπάρχουν στη Νιγηρία έχουν, προφανώς, πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, πέρα από τα ονόματα. Η αναφορά σε αυτές, στον εμφύλιο, στις πολιτικές αναταραχές, στις δολοφονίες, γίνεται πάντα στο πλαίσιο της υπόθεσης και με κριτική ματιά εκ μέρους του συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τι έχει πάει στραβά στην πλούσια χώρα του, που μαστίζεται από τη φτώχεια και ματώνει τα ίδια της τα παιδιά.
Πρόκειται για ένα έργο σαγηνευτικό και αποκαλυπτικό της ανθρώπινης ψυχολογίας – της αδελφικής αγάπης, του μίσους, της μανίας για εκδίκηση, της αίσθησης του χρέους. Οι ιστορίες που διαδραματίζονται είναι πολλές, αλλά ο κοινός άξονάς τους είναι η πλήρης μεταμόρφωση ενός νέου ανθρώπου από τον φόβο που προκαλούν οι δεισιδαιμονίες. Τρομακτική η σκέψη τού τι συμβαίνει στο μυαλό ενός παιδιού, όταν οι γονείς είναι πολύ απασχολημένοι με τις δικές τους υποθέσεις για να το αντιληφθούν. «Η μητέρα ήταν η γερακάρισσα. Εκείνη που στεκόταν πάνω στους λόφους και αγνάντευε, προσπαθώντας να αποτρέψει καθετί κακό που αντιλαμβανόταν ότι πλησιάζει τα παιδιά της» (σελ.126), λέει ο Μπεν, αλλά η γερακάρισσα, δεισιδαίμων η ίδια, δεν κατάφερε να προστατέψει τα παιδιά της από την ανοησία των προλήψεων.
Μια δυναμική κι εντυπωσιακή αρχή ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα.
Βρείτε το εδώ