Γ ράφει: Γιώργος Τυρικός - Εργάς
Υπάρχουν καταστάσεις που δεν σηκώνουν πολλά λόγια μα και πάλι απαιτούν να μιλήσουμε για αυτές, απαιτούν να μην σιωπούμε.
Χτες μέχρι αργά το βράδυ είχαμε στην Καλλονή πρόσφυγες από Σομαλία και Συρία. Έφτασαν στα βόρεια του νησιού και τους πήρε 11 ώρες να κατηφορίσουν στο λεκανοπέδιο. Εφτασαν κομμάτια έξω από την παλιά εφορία και κουκούβισαν στο προαύλιο.
Χτες είδα πάλι να παίζεται το δράμα του Χριστού, αν και με τους θεούς δεν τα πήγαινα ποτέ καλά.
Τον είδα όμως τον ίδιο Ναζωραίο πάλι να λέει, "Ξένος ήμουν, γυμνός ήμουν, πεινασμένος"...Τον είδα μέσα στα κόκκινα από την κούραση μάτια τους, πρόβαλλε από τις σχισμές των τριμμένων ρούχων τους.
Φαίνεται όμως πως από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 10 κανείς άλλος δεν έβλεπε τον Χριστό εκεί γύρω. Οι εκκλησιαζόμενοι πήγαιναν να ακουσουν το τροπάρι της Κασιανής, καλοντυμένοι αφού πια είχαν αγοράσει τα χρειαζούμενα για τις γιορτές. Εριχναν ένα απότομο βλέμμα στους πρόσφυγες (στη Σομαλία και στη Συρία εμφύλιος!) και ψιθύριζαν μεταξυ τους διάφορα λες και κινδύνευαν λες και κάτι απαράδεκτο ήρθε στην πόλη τους. Δεν έκαναν καμιά κίνηση. Ο εμφύλιος, ο πόνος, η ελεημοσύνη, η αδερφοσύνη ("αφού το κάνατε αυτό σε έναν από τους αδερφούς μου, ειναι σαν να το κανατε σε εμένα !") ολα υποκρισία, όλα φόβος. Ας κάνουμε μεγάλο-μεγάλο τον σταυρό μας στο "Δι ευχών".
Ο Παπά-Στρατής δίπλα μου είχε σπάσει πάλι τα τηλέφωνα να ξεσηκώνει το λιμενικο, την αστυνομία, υπουργεία, κάθε φορά τα ίδια, κάθε φορά τα χέρια όλων δεμένα από έναν αόρατο Πόντιο Πιλάτο. Οταν κανείς πια δεν αναλάμβανε καμιά ευθύνη (είμαστε σε αυτό το στάδιο πλέον) πήραμε τους ανθρώπους και τους βάλαμε στο προαύλιο του Ναού. Ένα πρόχειρο γεύμα, μερικά είδη υγιεινής...Αυριο; Ταξί δεν τους παίρνει. Το λεωφορείο δεν τους παίρνει. Λιμενικό, αστυνομία, ο ένας στέλνει στον άλλο. Θα πρέπει να κάνουν άλλα 45 χιλιόμετρα με τα πόδια μέχρι Μυτιλήνη. Μετά; Τίποτα. Τους το εξηγήσαμε. "Θα περπατήσουμε, τι να γίνει;"
Μεσάνυχτα αφήσαμε τους Σομαλούς να ξεκουραστούν (πόσο να ξεκουραστεί κανείς πάνω στο τσιμέντο κάτω από το βραδινό αγιάζι) και πήγαμε να βρούμε την ομάδα Σύριων που είχε και παιδιά. Φτάσαμε με το αμάξι μέχρι τις Αλυκές, κανείς. Σε κάποιον παράδρομο θα ήταν, κάπου εκεί έξω...Γυρίσαμε πίσω. Ολο το βράδυ εφιάλτες.
Ο παπά Στρατής σε κάποια φάση όταν τους καληνυχτίσαμε, ζήτησε συγνώμη εκ μέρους της χώρας, της πατρίδας του, του νησιού που αγαπάει αλλά τον πικραίνει με κάθε ευκαιρία. "Ζητώ συγνώμη που αυτές τις άγιες μέρες το μόνο που έχουμε να σας προσφέρουμε σαν Έλληνες είναι ένα τοστ και έναν χυμό. Ζητώ συγνώμη που το καλύτερο μέρος που μπορώ να σας βάλω είναι εδώ". Εγώ μετέφραζα με έναν μεγάλο κόμπο στον λαιμό, έτοιμος να...δεν ξέρω τι. Θυμός λύπη, όλα.
Η ίδια κατάσταση χρόνια τώρα. Από το 2009. Ένας από τους Σομαλούς κατάλαβε την αμηχανία μας και με χτύπησε στον ώμο. "Πες του παπά πως εδώ ειναι ξενοδοχείο πολυτελείας. Ειναι χίλιες φορές καλύτερο από εκεί που ερχόμαστε. Καλύτερα δεν γίνεται" και χαμογελούσε. Χαμογελούσε ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτα αυτήν την στιγμή στον κόσμο παρά εκατό δολάρια στην τσέπη, τα ρούχα που φορά και το σώμα του.
Και χαμογελούσε ΓΙΑ ΕΜΑΣ τους πολιτισμένους, που τα έχουμε όλα, επειδή μας είδε να έχουμε θλίψη. Τέτοιο δώρο δεν μου έχει κάνει άνθρωπος.
Να πω ένα τελευταίο. Καθώς ήταν στον δρόμο οι πρόσφυγες μπροστά από την εφορία, τρεις άνθρωποι, εκτός από εμάς, είχαν το θάρρος και την παρρησία και ήρθαν κοντά τους. Ενα ζευγάρι νέων ανθρώπων, έφερε μια κούτα χυμό και μπισκότα. Μας τα έδωσε και είπαν "κουράγιο" στους ανθρώπους. Ένας ακόμα, ανθρωπος απλός με το φανελάκι, μεσόκοπος, προχειροντυμένος ήρθε με μια πλαστική σακούλα με λίγα φρούτα και ένα μπουκάλι νερό. "Δεν ήξερα τι να φέρω", μου είπε, "λίγο νερό να πιουν".
Σταυρώνεται αιώνια ο Χριστός, μέρα νύχτα. Η ανάστασή του δεν διαρκεί παρά όσο μια αστραπή. Για αυτό το λίγο φως που βαστά μια στιγμή μονάχα, για αυτό το λίγο φως κάνουμε αγάντα και βαστούμε.
(φωτογραφία άρθρου: τηλεοπτικό δίκτυο ABC - ρεπορτάζ για την ανθρωπιστική κρίση στη Σομαλία)