Ζώα, Άνθρωποι και κτήνη
Γράφει: Γιαννής Στράτος
Με αφορμή το άρθρο:Πυροβόλησε και σκότωσε αδέσποτο σκυλί στο Μανταμάδο Λέσβου
Γεννήθηκα πριν από κάποια χρόνια! Πόσα; Δεν ξέρω, βλέπεις αλλιώς τα μετράω εγώ , αλλιώς τα μετράτε εσείς.
Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα, αλλά ξέρω καλά την μάνα μου,
ήταν μία εξαιρετική σκύλα…. σκύλα κυριολεκτικά γιατί και εγώ σκύλος είμαι!
Λέω ήταν γιατί την έχασα κάποια χρόνια πριν ξαφνικά, απότομα, δύσκολα για αυτήν και άδικα· άδικο για οποιοδήποτε πλάσμα να φεύγει έτσι· κάτι της έριξαν μαζί με ένα κομμάτι κρέας και πολύ γρήγορα την βρήκα να σπαρταράει με πόνους φρικτούς, ανήμπορη να μετακινηθεί, λίγες ήταν οι ώρες της από εκεί και πέρα, κάπως έτσι βρέθηκα μόνος.
Μόνος για άλλη μία φορά αφού είχα ήδη χάσει έναν πατέρα και κάποια αδέλφια, δεν φαντάζομαι να πιστεύεται ότι ήμουν μοναχοπαίδι; Το αντίθετο είχα άλλα δύο αδέλφια που πολύ νωρίς εξαφανίστηκαν· που, πότε, πως, κανείς δεν ξέρει και σίγουρα όχι εγώ, απλά εξαφανίστηκαν… όπως εξαφανίζονται χιλιάδες από εμάς ξαφνικά και αθόρυβα!
Περιπλανιόμουν για αρκετό καιρό μέσα σε δρόμους αγροτικούς και χωράφια, στις παρυφές χωριών και σε σκουπιδότοπους ψάχνοντας οτιδήποτε φαγώσιμο, ένα κομμάτι ψωμί και αν ήμουν αρκετά τυχερός ένα κόκκαλο (με ή χωρίς κρέας), κάτι να ξεγελάσω την πείνα μου. Τις περισσότερες φορές αυτό που κέρδιζα από όλη αυτήν την αναζήτηση ήταν κούραση, μια βρώμικη μουσούδα και αρκετές φορές κλωτσιές από αυτούς που λένε ότι είμαστε οι καλύτεροι τους φίλοι, από εσάς τους ανθρώπους.
Τότε άρχισα να σας χωρίζω σε κατηγορίες (είχα βλέπετε και αυτό το παράξενο ένστικτο αλλά και την ικανότητα να σας εντοπίζω, να σας μυρίζω να σας καταλαβαίνω, ποιοι είστε και τι κουβαλάτε μέσα σας), σε αυτούς που μόλις με έβλεπαν θα έσκυβαν και θα μου άπλωναν τα χέρι να με χαϊδέψουν, να μου μιλήσουν, να μου δώσουν λίγο φαΐ ˙ σε αυτούς που θα έσκυβαν να αρπάξουν μία πέτρα να μου πετάξουν ή ένα ξύλο για να με χτυπήσουν, αρκετά δειλοί για να με πλησιάσουν αρκετά φοβισμένοι για να με χτυπήσουν ˙ σε αυτούς που θα απομακρύνονταν μόλις με έβλεπαν από φόβο ή από σιχαμάρα και σε αυτούς που θα με προσπερνούσαν σαν να μην υπάρχω.
Οι δύο τελευταίες κατηγορίες δεν με ένοιαζαν δεν με αφορούσαν, δεν τους πλησίαζα - δεν με πλησίαζαν, είμασταν απόμακροι, άγνωστοι. Αυτοί που άνηκαν στην πρώτη κατηγορία ήταν οι αγαπημένοι μου, άνθρωποι που αναγνώριζαν ότι σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι μόνοι τους αλλά συνυπάρχουν και με άλλα πλάσματα, πλάσματα που μαζί τους μοιράζονται τον χώρο αλλά και τον χρόνο που τους αναλογεί. Αυτούς που ποτέ δεν κατάλαβα ήταν οι άνθρωποι που με έβλεπαν με μίσος και δεν έχαναν την ευκαιρία να μου δείξουν την κακία και την μαύρη τους ψυχή, γιατί άραγε, τι είχαμε να μοιράσουμε;
Με τον καιρό έμαθα ότι όσο πιο πολλοί άνθρωποι υπήρχαν κάπου, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να βρεθεί και λίγο φαΐ για μένα, ένα χάδι, ένα τρυφερό χτύπημα στην πλάτη. Αύξαναν βέβαια και οι πιθανότητες να με χτυπήσουν, να με κυνηγήσουν αυτοί οι άλλοι, με τις μαύρες ψυχές και τα σκοτεινά μάτια.
Πολύ γρήγορα βρήκα την περιοχή που θα με φιλοξενούσε, συνέχεια υπήρχε κόσμος , κόσμος που έμπαινε και έβγαινε σε ένα μέρος που μεταξύ τους το έλεγαν μοναστήρι, εκκλησιά, άγιο. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν αυτό το μέρος αλλά καταλάβαινα ότι κάτι υπήρχε εκεί, κάτι καταλάβαινα με την διαίσθηση μου, οι περισσότεροι από αυτούς (άνθρωποι όλων των λογιών ) που έρχονταν εδώ έμπαιναν φορτισμένοι, σκυφτοί, κουρασμένοι και λίγο μετά έβγαιναν αλλιώτικοι, με μια λάμψη στα πρόσωπά τους.
Ανάμεσα τους έβλεπα πολύ συχνά και κάποιον με μαύρα ρούχα, πάντα με πλησίαζε με το χέρι απλωμένο, με ένα χαμόγελο, με μία καλή κουβέντα και ένα πιάτο φαΐ, δίπλα του ένοιωθα την ασφάλεια που ποτέ δεν είχα, την σιγουριά ότι έχω κάποιον δικό μου, έναν φίλο….
Δεν έλειπαν βέβαια και αυτοί που με κοίταζαν με μίσος, σαν παρείσακτο, σαν εισβολέα, δεν έχαναν ευκαιρία να με μαλώσουν ,να μου φωνάξουν να με χτυπήσουν χωρίς λόγο και αφορμή, απλά γιατί υπήρχα… και αυτούς τους είχα μάθει πάνω – κάτω, τους έβλεπα αρκετά συχνά να έρχονται και αυτοί στο «μοναστήρι» μόνο που αυτοί όπως έμπαιναν έτσι έβγαιναν σκυφτοί, φορτισμένοι, κουρασμένοι χωρίς καμία διαφορά. Πολλές φορές ρώταγαν τον φίλο μου με ύφος έντονο «τί τα μαζεύεις τα κοπρόσκυλα;» και αυτός πάντα τους κοίταζε και χαμογελούσε…
Άλλος ένας από αυτούς σήμερα ήρθε στο «μοναστήρι», δεν μου έκανε εντύπωση, ερχόταν συχνά, τίποτα το διαφορετικό! Μέχρι που τον κοίταξα στα μάτια, πρώτη μου φορά είδα να με κοιτάζουν με τόσο μίσος, με τόση κακία. Τόση κακία μαζεμένη! Με φόβησε για μία στιγμή αλλά ευτυχώς με προσπέρασε και έφυγε (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα), δεν άργησα να καταλάβω ότι έκανα λάθος, ερχόταν πάλι, καταπάνω μου αυτήν την φορά! στο χέρι του κάτι κράταγε έμοιαζε με ξύλο, αλλά πάλι δεν ήταν από τα ξύλα που ήξερα, έμοιαζε αλλιώτικο, τι είναι άραγε; Τον είδα να το σηκώνει και να με δείχνει, ακούστηκε ένας θόρυβος, μία λάμψη και σωριάστηκα κάτω μπροστά στο «μοναστήρι», γύρω μου φασαρία, το μόνο που ένιωθα πλέον ήταν το κενό, το κρύο, και έναν πόνο αφόρητο τόσο δυνατό σαν να μου ξερίζωναν την ζωή από μέσα μου, στο μυαλό μου ήρθε η μάνα μου, κάτι μου έλεγε ότι πολύ σύντομα θα ήμουν κοντά της, θα την έβλεπα ξανά.
Το τελευταίο που θυμάμαι είναι η φωνή του φίλου μου, σπαρακτική «τι έκανες;». Μετά τίποτα ένα βουητό μια φασαρία που μάκραινε σιγά – σιγά, έφευγα το ένιωθα! Αυτό ένιωθα και την κακία αυτού του άλλου με το παράξενο ξύλο!
Τόση κακία, τόσο πολλή κακία…..
και μετά… σκοτάδι…