Για να καταλάβεις καλά το μυτιληναίικο λαό πρέπει να τον σκεφτείς εντελώς αντίθετο από τους αφεντάδες του∙ ήγουν λεβέντη, ντόμπρο, ανοιχτόκαρδο, έξυπνο, φιλόξενο, νοικοκύρη. Είναι όμως και τζαναμπέτης, σα μυριστεί μπαμπεσιά. Κανείς στο νησί μας, μηδέ στιγμή δεν ένιωσε τους πρόσφυγες της Ανατολής παρακατιανούς, εξαιτίας της δυστυχίας τους. Από τις πρώτες κιόλας μέρες συμφιλιώθηκαν στη βρύση της γειτονιάς οι γυναίκες, στην αγορά τα σινάφια, στο νταραβέρι οι κοντραμπαντζήδες και στην ταβέρνα οι μαχαιροβγάλτες μας. Είχαμε πάντα στα μέρη μας τέτοιους ανθρώπους, με αψηλό φρόνημα, που αντιστέκονταν κυρίως στην Εξουσία, χωρίς να βλάφτουνε το λαό. Είχαν μέσα τους το αίσθημα της αυτοδικίας –τη συνήθεια να λύνουνε τις διαφορές τους με το μαχαίρι- από μια αρχέγονη αντίληψη του δικαίου και από μια περιφρόνηση προς την τουρκική δικαιοσύνη, που δε μπόρεσε να τη λιγοστέψει η ελληνική. Σ’ αυτό ταίριαζαν Μυτιληνιοί κι Αϊβαλιώτες.
Η δημοκρατία, που στο αναμεταξύ αντικατέστησε το μοναρχικό καθεστώς, έμεινε σκέτη πολιτειακή αλλαγή και δε μπόρεσε να εμπνέψει περισσότερο σεβασμό προς το νόμο, γιατί δε μπόρεσε να δημιουργήσει κοινωνικότερο κράτος. Οι εισηγητές της είχαν χάσει λίγο πολύ τις αιχμές τους. Όλη τους η προσπάθεια είταν πως να εξευμενίσουν τους παλιο-κομματικούς, ώσπου και τούτοι σηκώσαν κεφάλι κι αναποδογύρισαν τη δημοκρατία σε μια νύχτα μέσα. Την είχαν υπονομέψει, όπως πάντα, κι οι ξένοι.
Η εμφάνιση επαναστατικής πολιτικής κίνησης απορρόφησε σιγά σιγά εκείνη τη μυτιληναίικη παλικαριά –που εκφραζόταν ως τότε με τον βενιζελισμό- δίνοντας διέξοδο και ερμηνεία στις παρορμήσεις της. Και με όλη την έχταση που πήρε η κίνηση τούτη κατόπι, στη Μυτιλήνη έγιναν οι λιγότερες σχετικά ακρότητες κι από τις δυο μεριές, γιατί η σωστή παλικαριά έχει μέσα της μεγαλοφροσύνη. Και μολαταύτα δε θέλω να πω πως δεν υπήρξαν φαινόμενα μισοξενίας και στον τόπο μου. Θα είταν έξω από τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Και μη δα δεν ήταν μισοξενία και κείνος ο ακατανόητος σωβινισμός των διανοουμένων μας; Πλην έφριξα κάποτε όταν βρέθηκα σε μια εκδρομή στη Βυτίνα της Πελοπόννησος κι άκουσα μια γυναίκα να φοβερίζει το νιάνιαρο της «πως θα ‘ρθει ο πρόσφυγας να σε πάρει» και κείνο να κατουριέται από το φόβο.
Τη θεριωδία στον τόπο μας την ασκούσανε «ειδικοί» κι είταν θεριωδία ποιότητας. Σε καμιά γωνιά του νησιού μας δε θα πουν στο παιδί τους πως θα το πάρει ο πρόσφυγας. Υπάρχει μια αδίδαχτη ψυχική και πνευματική καλλιέργεια. Και τους πολιτικούς φανατισμούς αργότερα τους υποκινήσαν ξενομερίτες, εισαγγελέηδες, δικαστές, νομάρχες και χωροφύλακες. Γι’ αυτό λοιπόν λένε οι Μυτιληνιοί στο παιδί τους: «θα σε πάρει ο χωροφύλακας».
(απόσπασμα από το βιβλίο «Τότε που ζούσαμε», εκδ. Κέδρος, σελ. 133-5)
http://www.hitandrun.gr/
Σημείωση Lesvosnews.net
Tο βιβλίο κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014
Στη νέα έκδοση, το απόσπασμα αυτό βρίσκεται στις σελ.149-150.